H κάνναβη, το νέκταρ των προλετάριων, ο εχθρός της εξουσίας

Η χρήση ινδικής κάνναβης (χασίς) στην Ελλάδα αποτελούσε στις αρχές του 20ου αιώνα μία συνήθη πρακτική «υπο-πολιτισμικών ομάδων» στα αστικά κέντρα. Τα μεγάλα λιμάνια της Ερμούπολης στη Σύρο και του Πειραιά συγκέντρωναν πολλούς τέτοιους ανθρώπους.

Η χασισοποτεία αποτελούσε μέρος ενός κώδικα αξιών και συμπεριφοράς, που εκφράστηκε αυθεντικά και δημιουργικά κι από το ρεμπέτικο τραγούδι. Στο ρεμπέτικο, η χρήση χασίς αποτελεί τη διαβατήρια τελετή για την ένταξη σ’ ένα χώρο που αρνιόταν τις υποκριτικές αξίες της διογκούμενης αστικής τάξης, και συνδετικό στοιχείο νέων συλλογικοτήτων.

[Tης Μαριάνθης Πελεβάνη]

«Η χρήση του χασίς» διαβάζουμε στο βιβλίο του πανεπιστημιακού Στάθη Δαμιανάκου «Παραδόσεις ανταρσίας και λαϊκός πολιτισμός», «συνηθίζεται στον κόσμο του κοινωνικού περιθωρίου και των ομάδων της ημι-παρανομίας, ο οποίος ζώντας μέσα στο δικό του υπο-πολιτισμό εκδηλώνει μια συνειδητή άρνηση προσχώρησης στην κυρίαρχη ιδεολογία και προτείνει το δικό του σύστημα κανόνων συμπεριφοράς και ηθικής, το σύστημα του μάγκα…. ενώ αργότερα μετά το 1922 «έλκεται και από τον κόσμο των εξαθλιωμένων, πλάνητων και άεργων λούμπεν προλεταρίων των υπό εκβιομηχάνιση πόλεων».

Οδός Πανδρόσου, Μοναστηράκι, το 1885 (Αθήνα)

Όπως σημειώνει ο Γάλλος φιλόσοφος Ρεβώ ντ’ Αλλόν (Revault d’ Allonnes, 1973) «δεν φουμάρουν για να γκρεμίσουν έναν κόσμο, αλλά για να αποσπασθούν από αυτόν».

Ο Μάρκος Βαμβακάρης περιγράφει την πρώτη του εμπειρία με τον δικό του τρόπο: «Για πρώτη φορά είχα πολύ ζαλιστεί, βούρκωσαν τα μάτια μου, αρχίνισα τον εμετό, έβηχα πάρα πολύ κι ένιωσα σα να γύριζε ο κόσμος σβούρα…Αφού περάσανε δυό τρεις ώρες, τότες συνήλθα. Τι μ’ έκανε και ξαναπήγα και δεν σταμάτησα; Το ντερβισιλίκι μου.

Το ντερβισιλίκι πάει να πει πως ήμουνα μάγκας, φιλότιμος, δεν πείραζα κανένανε, με σεβόντουσαν, τους σεβόμουνα, μ’ αγαπάγανε, τους αγάπαγα, σ΄ ότι έλεγε ο ένας επικροτάγανε όλοι. Ήμαστε μάγκες, μάγκες ιππότες. Κονομάγαμε με τον ιδρώτα μας. Δεν εί­χαμε σχέση με τους αλανιάρηδες, που κλέβανε και κάναν διάφορες ατιμίες.

Πέρναγε ο καιρός με τη μαστούρα και αργά ο καθένας πήγαινε για το σπίτι του, και το πρωί πάλι στη δουλειά.» (Α. Βέλλου-Κάιλ, «Μάρκος Βαμβακάρης. Αυτοβιογραφία», εκδ. Παπαζήση, Αθήνα, 1978).

Η παράγκα-καφενείο του Αλ. Μπαλαλά, «Θεραπευτήριον Μελαγχολίας», Στην πόρτα δεξιά ζωγραφισμένο ένα μπουζούκι!

 

Η χασισοποτεία συντελούσε στη δημιουργία μιας ομάδας, στην απόκτηση μιας ταυτότητας, με αντισυμβατική στάση και αντίληψης ζωής που ταυτόχρονα προσέδιδε κύρος και γόητρο. Η άφιξη των προσφύγων της Μ. Ασίας, όπου η συνήθεια ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη, καθώς και οι άθλιες συνθήκες εγκατάστασης και διαβίωσης, προκάλεσαν την αύξηση των καπνιζόντων και «ηθικό πανικό» στα αστικά στρώματα.

Το χασίς βέβαια δεν ήταν κάτι νέο για τον Πειραιά ούτε φυσικά το έφεραν μαζί τους οι πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία. Την εποχή που αφηγείται ο Μάρκος, η καλλιέργεια της κάνναβης είχε ήδη δια νόμου (Ν. 2017 του 1920) απαγορευθεί, οι δε καπνίζοντες χασίς τιμωρούντο με κράτηση ή και πρόστιμο.

Η αστυνομία, σύμφωνα με το νόμο αυτό είχε καθήκον: «να παρακολουθή αγρύπνως τας κινήσεις των χασισοποτών και να κλείη τα καταγώγια ή τα άλλα ενδιαιτήματα εις ά επιδίδονται καθ’ έξιν εις χασισοποτίαν ούτοι, συλλαμβάνουσα δε τούτους επ αυτοφώρω να τους παραδίδη εις την αρμοδίαν Εισαγγελικήν αρχήν δια την κατά νόμον τιμωρίαν των»!

Κάηκαν 8 από τους 22 τόνους χασίς, στα αμπάρια του πλοίου «Ντόρις» (προς εφοδιασμόν ετέρων χωρών). Την εποχή που η Ελλάδα έκανε νόμιμες εξαγωγές ινδικής κάνναβης προς Αίγυπτο.

Η χρήση χασίς συνδέεται με την παραβατικότητα και το έγκλημα, ο χασισοπότης παρουσιάζεται ως ανήθικος και επικίνδυνος. Το ρεμπέτικο τραγούδι περιγράφεται ως αισχρό, επικίνδυνο και πρωτόγονο. Οι δυνάμεις της τάξης καλούνται να εκκαθαρίσουν την απειλή. Όπως αναφέρεται εύστοχα: «Στις εκκλήσεις του Τύπου προς την Αστυνομία υιοθετείται η οικεία μεταφορά της καθαρότητας, η οποία χαρακτηρίζει την ρητορική των ναρκωτικών καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ου αιώνα.

 Η αποκατάσταση της τάξης εμφανίζεται ως προσπάθεια να «καθαριστεί» το κοινωνικό σώμα από τους «ξένους», απ’ όσους έρχονται από άλλες πατρίδες και «πολιτισμούς» και προκαλούν με τις συνήθειες τους τα οικεία ήθη

Στο πλαίσιο του ηθικού υποδείγματος της χρήσης ναρκωτικών αποτυπώνεται η επιλεκτική σύνδεση της χρήσης , ως μίας πρωτόγονης και απολίτιστης συμπεριφοράς, με μία ομάδα ατόμων που κατάγονται από την άγρια Ασία και την καθυστερημένη και λάγνα Ανατολή…

Η συγκράτηση των συναισθημάτων, ο έλεγχος του πάθους, η πειθαρχία του εαυτού, ο εκπολιτισμός του σώματος -χαρακτηριστικά στοιχεία της αυτοσυνειδησίας των νέων αστικών στρωμάτων- αντιπαρατάσσονται τώρα στον πολιτισμό των φτωχών και παρανόμων της πόλης και προσδιορίζουν τις διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στις διαφορετικές κοινωνικές τάξεις» (Ε. Ανδριάκαινα, «Παίζοντας με τα Όρια», Βιβλιόραμα, Αθήνα, 2005).

Η ένταση της ποινικής καταστολής κρίνεται αναγκαία για την προστασία της κοινωνικής υγείας έναντι μίας επικίνδυνης παρεκκλίνουσας συμπεριφοράς, που απειλεί πάνω απ’ όλα τη νεολαία.

Όσοι χασισοπότες συλλαμβάνονται, φιγουράρουν στις σελίδες του τύπου με όνομα, επώνυμο, πατρώνυμο, ηλικία, επάγγελμα και ακριβή διεύθυνση κατοικίας

Ενώ η ευρύτερη κοινωνία φαίνεται ότι ανέχεται το φαινόμενο της χασισοποσίας, ο τύπος και η εξουσία εργάζονται με στόχο να χτίσουν μια αρνητική δημόσια εικόνα για το χασίς, τους τεκέδες και, αργότερα, για τους λαϊκούς μάστορες των χασικλίδικων τραγουδιών που ξεπήδησαν μέσα απ’ τα χασισοποτεία.

Εφημερίδα «Σκριπ» τον Δεκέμβριο του 1902 «Συνήθως το χασίς διαθέτει ταύτα εις διαρκή ευθυμίαν και χαράν. Όλαι αι εργάτιδες τραγωδούν και χαριεντίζονται όλην την ημέραν.»

Στις αρχές της δεκαετίας του ‘30 η παγκόσμια οικονομική κρίση είχε ανεβάσει στα ύψη την ανεργία και τον πληθωρισμό. Οι συνθήκες διαβίωσης για το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού ήταν δύσκολες και τα κατώτερα αστικά στρώματα των πόλεων, μαζί με τους εργάτες και τους πρόσφυγες, συχνά επιβίωναν χάρη στα δημοτικά συσσίτια.

Είναι μια περίοδος που ο τιμάριθμος καλπάζει και τα ευρέα λαϊκά στρώματα ζουν σε συνθήκες εξαθλίωσης. Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες ανθεί η χασισοποσία.

Καφενεία που πωλούν «καραμέλες, σοκολάτες, ζαχαρωτά και λοιπά», ή άλλα που –όπως αναφέρει κάποια εφημερίδα– αναγράφουν σε ξεχωριστή πινακίδα δίπλα στο τζάμι ότι «Προσφέρεται και Καφές» αν και στην πρόσοψη υπάρχει τεράστια ταμπέλα που γράφει ΚΑΦΕΝΕΙΟΝ, ενημερώνουν συνωμοτικά για το διαθέσιμο μαυράκι και βρίσκονται σε κάθε γειτονιά.

Στο Βοτανικό, στον Υμηττό, στο Μεταξουργείο, στην Καισαριανή, στις παράγκες του Πειραιά δίπλα στους πρόσφυγες, αμέτρητα χαμόσπιτα, μαγαζάκια και καφενεδάκια γεμίζουν το ναργιλέ με χασίσι και τον «πατάνε» για να πιούν οι ενδιαφερόμενοι. Άλλα τόσα μαγαζιά υπάρχουν στο Βόλο, στη Λάρισα, την Πάτρα και την Καλαμάτα.

Σε διάφορες συνοικίες της Αθήνας λειτουργούν 18 τουλάχιστον χασισοποτεία, στο συνοικισμό Νεάπολη της Θεσσαλονίκης γύρω στα 15 και τρία ακόμη βρίσκονται στη συνοικία Χαριλάου.

Υπό οργάνων της Χωροφυλακής του Άργους, συνελήφθη κάτοικος Σκαφιδακίου και κάτοικος Πυργέλας. (1925 περίπου)

Οι χασικλήδες συλλαμβάνονται, δικάζονται, εξορίζονται ή κρατούνται για λίγο καιρό στη φυλακή προς σωφρονισμό και στη συνέχεια αφήνονται ελεύθεροι. Τεκέδες κλείνουν και ξανανοίγουν, μέχρι να τους επισκεφτούν ξανά τα λαγωνικά της Αστυνομίας Πόλεων.

Λέει πάλι ο Μ. Βαμβακάρης: «Τους ντεκέδες τότες που τους πρόκανα εγώ, όταν πηγαίνανε και τους έδενε η αστυνομία και τους έπαιρνε, η μεγαλύτερη ποινή που τους δικάζανε δύο μέρες, τρεις μέρες φυλακή. Τις οποίες τις πληρώνανε και βγαίνανε. Κατόπιν το ’36-’37-’38…τότες έγινε η μεγάλη δουλειά. Τότες όταν σε πιάνανε ή πρεπε να βρούνε την πηγή… Και δέρνουνε τον κόσμο, και ΄τονε βάζουνε και χρόνια έ, δύο χρόνια, τρία χρόνια, έξι χρόνια, οχτώ μήνες, δέκα μήνες…».

Στα χρόνια της φτώχειας και της ανεργίας, ο ναργιλές, το χασίσι κι ο μπαγλαμάς που τραγουδάει την επιθυμία για το βοτάνι της Προύσας αποτελούν την καθημερινότητα μιας αρκετά μεγάλης ομάδας ατόμων. Είναι ακατανόητο για όσους ευημερούν, για τους πολιτικούς, τους βαρυσήμαντους της εποχής, πώς γίνεται μια ολόκληρη κατηγορία ανθρώπων να υπερβαίνει την καθημερινή μιζέρια και την αβεβαιότητα της επιβίωσής της, ρουφώντας τα ντουμάνια μιας αμφιλεγόμενης δρόγης, ακολουθώντας μια ιεροτελεστία που ενισχύει την αδερφικότητα, την ταύτιση και τον κοινό αναστεναγμό για όσα πληγώνουν.

Συγκεντρωτικός πίνακας των συλληφθέντων ανδρών και γυναικών, κατά το έτος 1930, με ηλικίες και είδος παραβάσεων (του Ν. περί ναρκωτικών φαρμάκων, καπνίζοντες χασίς εις κέντρα και επί αλητεία). Άνδρες 685, έναντι 10 γυναικών.

Είναι δύσκολο να καταλάβουν πώς αυτοί οι ταλαίπωροι, οι άνεργοι, οι μεροκαματιάρηδες, οι εργάτες, μαζί με τους αργόσχολους, τους παράνομους και τους νταήδες, βρήκαν μια κοινή ηδονή που τους ενώνει.

Όλοι αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι μόνο εγκληματίες και αργόσχολοι ηδονιστές, όπως θέλει να τους παρουσιάζει η αστυνομία και οι εφημερίδες της εποχής.

Από τα στοιχεία που υπάρχουν, το μόνο έγκλημα που οι περισσότεροι φαίνεται να διέπραξαν είναι ότι κάπνιζαν το απαγορευμένο πλέον και με νόμο φυτό, το οποίο επιφέρει την ποθητή γαλήνη απομακρύνοντας τις μαύρες ιδέες που γεννάει η φτώχεια

Παραβάσεις του νόμου περί ναρκωτικών φαρμάκων των (ανδρών) συλληφθέντων κατά το 1930, τοξικομανών και χασισοποτών (κατά ηλικία, επάγγελμα, καταγωγή). Στην πρώτη κάθετη στήλη ο αριθμός των τοξικομανών (κοκαΐνη, ηρωίνη, μορφίνη). Στη δεύτερη, οι χασισοπότες που συνελήφθησαν να καπνίζουν κατά μόνας. Η τρίτη στήλη περιλαμβάνει τους καπνίζοντες εντός κέντρων στα οποία «κατά σύστημα παρείχον το τα μέσα προς χασισοποσία»

«Μόλις φουμάρουνε οι χασικλήδες» λέει ο Μάρκος Βαμβακάρης στην Αυτοβιογραφία του «δεν τους ενδιαφέρει αν ζούνε ή αν πεθαίνουνε. Είναι ησυχότατοι, δεν πειράζουν άνθρωπο. Μόνον να φαν θέλουν όταν πεινάσουν και τίποτα παραπάνω και να κοιμηθούν, να βλέπουνε όνειρα».

Σαν μαστουριάσω και γινώ λιώμα απ’ τη μαστούρα 
ξεχνώ όλα μου τα βάσανα κι όλη μου τη σκοτούρα
Με πίκρες και με βάσανα με προίκισε η φύση
κι όλα περνούν και χάνονται μόνο με το χασίσι

(Μάρκος Βαμβακάρης, 1934)

Έφοδος αστυνομίας σε τεκέ

Και ο Γιάννης Πολυκανδριώτης (παλιός τεκετζής, είχε καφενείο-τεκέ, στα Βούρλα) συμφωνεί, σε συνέντευξή του στο Λευτέρη Παπαδόπουλο, το 1972: «..Καλύτεροι άνθρωποι από τους χασικλήδες δεν υπάρχουνε! Όταν τραβάς χασίσι καλμάρουνε τα νεύρα σου. Ζαλίζεσαι λιγάκι και κάθεσαι ήσυχος στη γωνιά σου, δεν πειράζεις άνθρωπο.. Αλλά ο νόμος κάνει ό,τι θέλει.. Λέει πως όποιος πίνει χασίσι γίνεται οκνός και δεν πάει στη δουλειά του. Κατάλαβες τι γινότανε;..».

Οι περιγραφές αντίθετα που βρίσκουμε στις αστυνομικές εκδόσεις, φανερώνουν την προκατάληψη για τους χασικλήδες:

(Ν. Αρχιμανδρίτη, «Επιστημονική και Τεχνική Αστυνομία», 1957): «Οι χασισοπόται εκ της επιδράσεως του χασίς και της όλης αυτών διαβιώσεως, έχουν διαμορφώσει ίδιον τύπον με έντονα εξωτερικά γνωρίσματα και συμπεριφοράν, εξ ων διακρίνεται η αντίθεσις αυτών προς το κοινωνικόν σύνολον.

 Ο χασισοπότης διακρίνεται από τας βραδείας κινήσεις του, την πελιδνήν όψιν του προσώπου, το απλανές και πονηρόν βλέμμα και από το κάτω χείλος όπερ κρέμαται κυριολεκτικώς, δίδον έκφρασιν καταπεπονημένου και σκοτεινού ανθρώπου.

Φωτογραφία από το Τμήμα Γενικής Ασφαλείας Αθηνών. Αρχές της δεκαετίας του 1930, συλληφθέντες, «περισυλλογή της αστυνομίας» από τη στοά Πάππου. Χασισοπότες και τοξικομανείς. μεταξύ τούτων διακινούνται και ανήλικα πρόσωπα (Αρχείο του Αριστοτέλη Κουτσουμάρη)

Η ομιλία του είναι βραχνή και προφέρει βραδέως τας λέξεις, παρενθέτων συνθηματικάς φράσεις. Αι κινήσεις και το ύφος του, οσονδήποτε και αν εμφανίζεται ούτος ενδεδυμένος καλώς, προδίδουν την ιδιότητά του, διότι βαδίζει πάντοτε νωχελώς με κυρτωμένην ελαφρώς την μιαν ωμοπλάτην και με κρεμασμένας τας χείρας κατά μήκος του σώματος.

Το όλον ύφος του είναι βαρυαλγές και διαρκώς παραπονείται δια την “άτιμη” τύχην του.

Γενικώς ο χασισοπότης αποφεύγει την έντιμον εργασίαν και παρουσιάζει δραστηριότητα μόνον οσάκις εγκληματεί, οπότε επιδεικνύει αλληλεγγύην, φιλοτιμίαν και γενναιότητα δια την προστασίαν των ομοίων του χασισοποτών»

Ο Μάρκος (Βαμβακάρης)

Αποδεικνύεται ότι η παρεκκλίνουσα συμπεριφορά δεν καθορίζεται από κάποιες εγγενείς ιδιότητες της συγκεκριμένης συμπεριφοράς, από την «παραβατική φύση» της συμπεριφοράς, αλλά γίνεται κοινωνικά αντιληπτή ως «παρεκκλίνουσα», μόνο μετά τον χαρακτηρισμό της ως τέτοια από αυτούς που έχουν την ισχύ να προβούν και να επιβάλλουν τον χαρακτηρισμό, να επικολλήσουν την ετικέτα στην πράξη και τον φορέα της.

Στη συνέχεια, ο φορέας της παρέκκλισης που υφίσταται τις κυρώσεις του συστήματος κοινωνικού ελέγχου, είναι δυνατόν να εσωτερικεύσει το στίγμα, και να οδηγηθεί στη λεγόμενη «δευτερογενή παρέκκλιση», αποδεχόμενος τη νέα του ταυτότητα ως άτομο παρεκκλίνον. Με αυτό τον τρόπο διαμορφώνεται ένας φαύλος κύκλος εντονότερης καταστολής και μεγαλύτερης παραβατικότητας.

Ο Ηλίας Πετρόπουλος γνώρισε πολλούς χασικλήδες της εποχής –αν και ο ίδιος δεν έπινε– και διαπίστωσε το γλυκό τους χαρακτήρα:  «Επί δεκαετίες οι χασικλήδες είχαν περάσει στη δικαιοδοσία των εγκληματολόγων, που τους θεωρούσαν σαν στιγματισμένα άτομα. Η Εγκληματολογία ανέκαθεν δούλευε, χέρι – χέρι με την Aστυνoμία.

Το ίδιο έκαναν και οι γιατροί, που “ανακάλυψαν” πως οι χασικλήδες είναι οκνηροί, βρόμικοι και ανεπανόρθωτα εθισμένοι στα ναρκωτικά.

Και επιπλέον, ότι είναι αποβλακωμένοι, επικίνδυνοι μαχαιροβγάλτες, ανίκανοι να οδηγήσουν αυτοκίνητο, και τα λοιπά, και τα λοιπά. Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν αληθεύει».

Ο Ηλίας Πετρόπουλος, αναφέρεται στην πλατιά διάδοση της χασισοποσίας την περίοδο 1940-41: «Τον παλιό καιρό το χασίσι σερνόταvε στο δρόμο. Και το φουμάρανε πολλοί άνθρωποι του λαού. Το χασίσι δεν είχε μπει ακόμη στα σαλόνια.

Κάποτε η δυστυχία ήτο μεγάλη. Η φτωχολογιά την αντιμετώπιζε με το τραγούδι, με το κρασάκι και με το χασίσι. Αρκεί v’ ακούσεις σμυρναίικα τραγούδια για να καταλάβεις την τότε πλατιά διάδοσή του.».

Πηγές / Διαβάστε Περισσότερα
Ηλίας Πετρόπουλος: Τα Ρεμπέτικα τραγούδια
Στάθης Δαμιανάκος: Παράδοση Ανταρσίας και Λαϊκός Πολιτισμός
Canavaccio Κείμενα περί της ηδονιστικής δρόγης (συλλογική έκδοση)

Μπουζούκι και Μπουζουξήδες