56 σφαίρες για τους Ρασταφάρι… || Γ’ Μέρος

Η κουλτούρα της κάνναβης είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την Τζαμάικα και τους Ρασταφάρι, πέρα όμως απ’ τις σχηματικές προσεγγίσεις των εμβλημάτων τόσο του φυτού όσο και του νησιού, κρύβεται ένας ολόκληρος κόσμος και η πλούσια σε μουσική και ιδέες ιστορία του. Ένας κόσμος που άλλοτε δείχνει τόσο συναισθηματικός κι άλλοτε τόσο κυνικός που ακόμη και οι ιστορικές αναφορές σε αυτόν συχνά θυμίζουν φιλμ νουάρ.

Στο πρώτο μέρος του αφιερώματος ο Λάμπρος Φάτσης* κάνει μια καταγραφή της αποικιοκρατικής ιστορίας του νησιού και της γέννησης του κινήματος του Ρασταφαριανισμού. Ξεκινώντας από τις 56 σφαίρες και την απόπειρα δολοφονίας του Μπομπ Μάρλεϋ, ξεδιπλώνει τις αφορμές για την συγκρότηση της ιδεολογίας του κινήματος.

Στο δεύτερο μέρος κατέγραψε την πολιτική βία που ταλάνισε το νησί τη δεκαετία του ’20 και του ’30, αλλά και η δράση του υπόκοσμου της Τζαμάικα και το αποτύπωμά της σε επίπεδο κουλτούρας και μουσικής.

Στο σημερινό τρίτο μέρος, μπαίνει στα βαθιά της μουσικής κουλτούρας του νησιού, εκείνης που έφερε ως χαρακτηριστικά γνωρίσματα τις κινούμενες μουσικές καντίνες, τα γιγαντιαία ηχητικά συστήματα, την αναγνώριση των ηχοληπτών και των DJs ως καλλιτεχνών, και υπήρξε το προοίμιο τόσο της ραπ όσο και της χρήσης της μουσικής ως εργαλείου πολιτικής συμφιλίωσης.


Το αφιέρωμα διαβάζεται… όπως πρέπει, με τη συνοδεία των ραδιοφωνικών εκπομπών του Λάμπρου Φάτση

VI. Μουσική κουλτούρα

Αν το σελιλόιντ αποτελεί ιδανικό εργαλείο για να φιλοτεχνήσει κανείς ένα ρεαλιστικό πορτρέτο της τζαµαϊκάνικης ιστορίας και κουλτούρας, η µαγνητοταινία του στούντιο ηχογραφήσεων αποτελεί το κατ’ εξοχήν µέσο για ν’ ανακαλύψει κανείς εις βάθος τη σύγχρονη πραγµατικότητα του νησιού.

Η τζαµαϊκάνικη µουσική άλλωστε αποτελεί και το κυριότερο εξαγώγιµο προϊόν του νησιού µαζί µε τον βωξίτη και τη µαριχουάνα.

Ως αξιόπιστος παλµογράφος της τζαµαϊκάνικης ζωής, η µουσική του νησιού έχει καταγράψει µε εντυπωσιακή ακρίβεια τις διάφορες φάσεις της ιστορίας του από την ανεξαρτησία και µετά. Mάλιστα, δεν θα ήταν υπερβολικό να ισχυριστεί κανείς πως µε κάθε ιστορική φάση αλλάζει ριζικά και η µουσική του νησιού.

Το ζωηρό σκα (ska, 1960) εξέφρασε την αισιοδοξία της ανεξαρτησίας του νησιού από τη βρετανική κυριαρχία, το ροκστέντι (rocksteady, 1966) και η ρέγκε (reggae, 1968) συνδιαλέχθηκαν σταδιακά µε την αµερικάνικη σόουλ και τον απόηχο των αγώνων των µαύρων για χειραφέτηση, το ραµπ α νταµπ (rub a dub, 1970) κατέγραψε µε ακρίβεια την πολιτική βία της εποχής του και το ντάνσχολ (dancehall, 1980-) προετοίµασε το έδαφος για την «ψηφιακή επανάσταση» στη µουσική παραγωγή του νησιού, µε συνθεσάιζερ, ντραµ µασίν (drum machine) και λοιπά αξεσουάρ ν’ αντικαθιστούν την αναλογική παράδοση του νταµπ µίξιν (dub mixing) των δεκαετιών του ’60 και του ’70.

Συχνά, ταυτίζεται η ρέγκε µουσική µε την τζαµαϊκάνικη στο σύνολό της, κάτι τέτοιο, όµως, είναι εντελώς ανακριβές, δεδοµένου ότι η ρέγκε είναι απλώς ένα από τα πολλά είδη µουσικής που αναπτύχθηκαν στο νησί

Ο Charlie Ace ή Valdene ή Vernel Dixon με το περίφημο όχημά του στους δρόμους της Τζαμάϊκα

Η µουσική της Τζαµάικας έχει τις ρίζες της στις αφρικανικές θρησκευτικές τελετές που συνοδεύονται από κρουστά (burru drums) και ψαλµούς (chants), και, όπως συµβαίνει και στην τζαζ, σταδιακά αφοµοιώνει χαρακτηριστικά από τις µουσικές παραδόσεις των ευρωπαίων και των λοιπών εποίκων του νησιού δηµιουργώντας το παραδοσιακό µέντο (mento), την τζαµαϊκάνικη εκδοχή του καλύψο (calypso), που συναντάται στα περισσότερα νησιά της Καραϊβικής µε «πρωταγωνιστή» το Tρινιντάντ.

Μέχρι την ανεξαρτησία της Τζαµάικας, το 1962, οι µουσικές που ακούγονταν στο νησί δεν εξαντλούνταν στην παράδοση του νησιού, αλλά προέρχονταν κυρίως από τις HΠA µε την τζαζ και τα ρυδµ εν µπλουζ να µονοπωλούν τόσο τα ερτζιανά, όσο και το ρεπερτόριο των µουσικών ορχηστρών του νησιού (Eric Dean Orchestra, Sonny Bradshaw Big Band).

Με την ανεξαρτησία της Tζαµάικας δηµιουργείται και το σκα, το πρώτο «αυθεντικά» τζαµαϊκάνικο µουσικό είδος, που ουσιαστικά παντρεύει το µπίµποµπ της τζαζ (Τσάρλι Πάρκερ, Nτίζι Γκιλέσπι, Mάιλς Nτέιβις) και το αµερικανικό ρυδµ εν µπλουζ/σαφλ (Έιµος Mίλµπερν, Λούις Tζόρνταν, Oυινόνι Xάρρις, Pόσκο Γκόρντον, Tζιν Άµµονς) µε στοιχεία µέντο και πιο συγκοπτόµενο (staccato) και επιταχυνόµενο ρυθµό (4/4).

Ο Winston Cooper ή Count Machuki, ο πρώτος κατά τας γραφάς Τζαμαϊκανός DJ που ξεκίνησε να μιλάει (η έννοια «ραπάρει» δεν υπήρχε ακόμη) ενώ έπαιζε δίσκους.

Το σκα διαδέχεται το ρυθµικά πιο νωχελικό ροκστέντι, που ουσιαστικά αποτελεί την τζαµαϊκάνικη απάντηση στην αµερικανική σόουλ, και σταδιακά µεταµορφώνεται ρυθµικά στη ρέγκε µε τη χαρακτηριστική έµφαση στο δεύτερο και στο τέταρτο χτύπηµα του µέτρου (one drop). Αν και τα νέα αυτά είδη µουσικής παίζονταν «ζωντανά» σε χώρους όπως το Ward Theatre, η ειδοποιός διαφορά της τζαµαϊκάνικης µουσικής κουλτούρας είναι η δισκοκεντρική της διάσταση.

Οι τζαμαϊκανοί κατά βάση απολάμβαναν τη µουσική σε κινητές, υπαίθριες, ντίσκο (soundsystems), στις οποίες έµπειροι δισκοθέτες (selectors/operators) διασκέδαζαν το κοινό παίζοντας δίσκους βινυλίου, συνοδευόµενοι από DJs/toasters που µιλούσαν ρυθµικά µεταξύ των δίσκων

O μηχανικός ήχου Sylvan Morris (στο κέντρο) ως πλοηγός της κονσόλας στο Tuff Gong Studio

Σε αντίθεση µε άλλες χώρες, στην Τζαµάικα υπήρχαν µεν ζωντανές ορχήστρες και συγκροτήµατα που εµφανίζονταν σε διάφορους χώρους (θέατρα, ξενοδοχεία, µιούζικ χολ), αλλά ο κύριος τρόπος απόλαυσης της µουσικής λάµβανε χώρα σε κινητές, πολύ συχνά και υπαίθριες, ντίσκο (soundsystems), στις οποίες έµπειροι δισκοθέτες (selectors/operators) διασκέδαζαν το κοινό παίζοντας δίσκους βινυλίου, συνοδευόµενοι από ντι τζέι (DJ/toaster) που µιλούσαν ρυθµικά µεταξύ των δίσκων.

Αυτή η καινοτοµία εξελίχθηκε όχι µόνο σε τζαµαϊκάνικα µουσικά είδη όπως το ραµπ-α-νταµπ και το ντάνσχολ, αλλά προετοίµασαν και το έδαφος για τη «γέννηση» µουσικών ειδών όπως το χιπ χοπ, που οφείλεται στην κουλτούρα των soundsystem που εξήγαγε ο Kουλ Xερκ (Kool Herc) από τη γενέθλιά του Τζαµάικα στο Mπρονξ της Νέας Υόρκης.

Με την πάροδο του χρόνου, η τζαµαϊκάνικη µουσική εκµεταλλεύτηκε την αναλογική τεχνολογία και πειραµατίστηκε µε διάφορες τεχνικές µίξης (dub) τόσο εντός των στούντιο ηχογραφήσεων, όσο και στα soundsystemµε γιγάντια ηχεία και ηχητικό εξοπλισµό που δίνουν στην τζαµαϊκάνικη µουσική το ιδιαίτερο στίγµα της ως δισκοκεντρικής και στουντιακής, όπου τόσο οι τεχνικοί ήχου και οι παραγωγοί, όσο και οι ντι τζέι αναγνωρίζονταν ως καλλιτέχνες [4].

Κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του ’70 και του ’80 µάλιστα, το ραµπ α νταµπ, η κατ’ εξοχήν µουσική της εποχής, στηρίζεται σχεδόν αποκλειστικά στο φορµάτ των soundsystem µε την επόµενη γενιά ντι τζέι (Prince Jazzbo, Jah Thomas, General Echo, Trinity, Brigadier Jerry, Niger Kojak) να δίνει το στίγµα της εποχής.

Η ιστορική στιγμή όπου με την παρότρυνση του Bob Marley οι δύο πολιτικοί αντίπαλοι  Έντουαρντ Σίγκα και του Mάικλ Mάνλεϊ, δίνουν τα χέρια. Τζαμάικα, 22 Απριλίου 1978, One Love Peace Concert.

Πολλοί από αυτούς αναγκάζονταν να ταχθούν και υπέρ της µιας ή της άλλης πολιτικής φατρίας (του ΕΛΚ ή του ΕΚΤ) στην περίοδο της πολιτικής βίας (1970-1980), σε βαθµό µάλιστα που σε πολλές εµφανίσεις τους εγκωµίαζαν τους πολιτικούς αρχηγούς και τα πρωτοπαλίκαρά τους (π.χ. τους Tζιµ Mπράουν, Kλόντι Mάσοπ, Tόνι Oυέλτς).

Την ίδια εποχή, πολλοί µουσικοί παραγωγοί, όπως ο Kλάνσι Eκλς, τάχθηκαν ανοιχτά υπέρ του Mάικλ Mάνλεϊ (ΕΛΚ) ηχογραφώντας κοµµάτια όπως το «Rod of Correction» και οργανώνοντας περιφερόµενες κοµµατικές συγκεντρώσεις στις οποίες εµφανίζονταν γνωστοί καλλιτέχνες5. Kαλλιτέχνες όπως ο Nτέλροϊ Oυίλσον και ο Mαξ Pόµιο αφιέρωσαν ολόκληρα τραγούδια στον Mάνλεϊ, όπως το «Better Must Come» και το «No Joshua No».

Ο Mάνλεϊ, µάλιστα, εκµεταλλεύτηκε οπορτουνιστικά τα σύµβολα του Ρασταφαριανισµού για να κερδίσει την εύνοιά τους, ποζάροντας ως Ιησούς του Nαυή (Joshua), κρατώντας και µια ποιµενική ράβδο (rod of correction) που ισχυριζόταν πως ήταν προσωπικό δώρο του Xαϊλέ Σελασιέ.

Καθώς διατρέχουµε την πολυτάραχη ιστορία της Τζαµάικας, διαπιστώνουµε πως η µουσική αναδεικνύει τα διάφορα χαρακτηριστικά της ιστορικής και πολιτιστικής ταυτότητας του νησιού µε τρόπο µοναδικό, δικαιολογώντας πλήρως τον κοινότοπο µεν, αληθή δε χαρακτηρισµό της ως «παρηγοριάς των βασανισµένων».

Ο Mάνλεϊ επιδεικνύει την ποιµενική ράβδο (rod of correction) ισχυριζόμενος πως είναι προσωπικό δώρο του Xαϊλέ Σελασιέ για να κερδίσει την ψήφο των Ρασταφάρι.

Η ρουτς ρέγκε (roots reggae) µάλιστα, που συνηθίζουµε να συσχετίζουµε σχεδόν αυτόµατα, και συχνά εσφαλµένα, µε τον Mποµπ Mάρλεϊ, αποτελεί αντιπροσωπευτικό είδος που συνδυάζει τη µουσική έκφραση µε την πολιτική διάσταση του Ρασταφαριανισµού, διαδραµατίζοντας µάλιστα και πρωταγωνιστικό ρόλο στη διαµόρφωση της πολιτικής εικόνας του νησιού.

Χαρακτηριστικό παράδειγµα αποτελεί και η συµµετοχή µουσικών σε πρωτοβουλίες για ανακωχή των δύο πλευρών του πολιτικού γίγνεσθαι, όπως στην περίπτωση δύο γειτονικών περιοχών του Tρεντστάουν, τη Zούγκλα (Jungle) και τη Pίµα (Rema), που, ύστερα από µια παρατεταµένη περίοδο βίαιων συγκρούσεων, συµφιλιώθηκαν µε τη διοργάνωση ενός πάρτι, του οποίου ηγήθηκε το Papa Roots soundsystem µε διάσηµους ντι τζέι όπως τον Trevor Ranking και τον U Brown.

Η αφίσα της ιστορικής συναυλίας

Η καλύτερη ιστορική πηγή που µνηµονεύει το εν λόγω γεγονός είναι το τραγούδι του Λερόι Σµαρτ «Jungle and Rema», που κυκλοφόρησε το 1977.

Αντίστοιχες πρωτοβουλίες οδήγησαν εν τέλει στην απόφαση να οργανωθεί µια συναυλία στις 22 Απριλίου του 1978 στο Εθνικό Στάδιο της Τζαµάικας µε πρωταγωνιστή τον Mποµπ Mάρλεϊ, που να σηµάνει επίσηµα την ειρήνη στο νησί, γνωστή ως το One Love Peace Concert

Συµµετείχαν, όµως, και άλλοι γνωστοί µουσικοί, όπως ο Tζέικοµπ Mίλερ, που τραγούδησε το «Peace Treaty Special», ο Nτίλιντζερ, που τραγούδησε το «The War is Over», ο Tρίνιτι, που συνεργάστηκε επί σκηνής µε τον Πίτερ Tος, και άλλοι που εµφανίστηκαν σόλο, όπως ο Mπιγκ Γιουθ, ο Nτένις Mπράουν και ο Pας Mάικλ.

Το αποκορύφωµα της βραδιάς, όµως, ήταν η ειρηνική χειραψία µεταξύ του Έντουαρντ Σίγκα και του Mάικλ Mάνλεϊ, που προέκυψε µε πρωτοβουλία του Mποµπ Mάρλεϊ. Λαµβάνοντας υπόψη τον ρόλο της µουσικής στο πολιτικοκοινωνικό γίγνεσθαι της Τζαµάικας, αναγνωρίζουµε µια δόση αλήθειας στην επικολυρική περιγραφή του Pας Mάικλ, σύµφωνα µε τον οποίο «η ρέγκε είναι κάτι σαν όραµα, µια λέξη που συγκινεί την καρδιά µε τρόπο που ο νους δεν µπορεί να ελέγξει.

Το µήνυµα του Ρασταφαριανισµού διατρέχει τη ρέγκε και λειτουργεί σαν αγγελιαφόρος της χειραφέτησης των µαύρων σε ολόκληρο τον κόσµο, σαν το µουσικό ανάλογο του Black Star Liner», του υπερωκεάνιου που ναύλωσε ο Γκάρβεϊ για τον επαναπατρισµό των Τζαµαϊκανών στη µαµά-Αφρική.

H πρωτοβουλία του Γκάρβεϊ µπορεί να απέτυχε, η ρουτς ρέγκε, όµως, εξακολουθεί να συµβολίζει την αντίσταση, την εξέγερση και την απελευθέρωση, έστω κι αν συχνά αυτή της η διάσταση χρησιµοποιείται κυνικά για την πώληση δίσκων, συναυλιών, τι-σερτ και λοιπών αξεσουάρ που αντλούν από τον συµβολισµό του εν λόγω µουσικού είδους, µετατρέποντάς το σε εµπορικό προϊόν για µαζική κατανάλωση.

Black Star Liner, η γραμμή με τα υπερωκεάνια που ναύλωσε ο Γκάρβεϊ για τον επαναπατρισµό των Τζαµαϊκανών στη µαµά-Αφρική.

Παραπομπές:

4. Χαρακτηριστικά παραδείγµατα τεχνικών αποτελούν o King Tubby, o Errol Thompson, o Lee ‘Scratch’ Perry, ο Scientist, ο King Jammy και ο Sylvan Morris, ενώ παραγωγοί όπως ο Clement ‘Coxsone’ Dodd, ο Duke Reid, ο Clive Chin, η Sonia Pottinger, ο Joe Gibbs, ο Bunny ‘Striker’ Lee, οι αδελφοί Hookim και ο Henry ‘Junjo’ Lawes έδωσαν νέα πνοή στη µουσική κουλτούρα του νησιού µε τα στούντιο και τις δισκογραφικές ετικέτες τους (Studio One, Treasure Isle, Randy’s, Gay Feet/High Note, Gibbs, Jack Pot, Channel One, Volcano/Greensleeves). Μερικοί από τους πρώτους ντι τζέι που µεσουράνησαν µέχρι τη δεκαετία του 1970 ήταν ο Count Machuki, o King Stitt, o U Roy και o Dennis Al Capone.
5. Όπως οι Inner Circle, ο Jacob Miller, ο Junior Bytes, ο Dennis Brown, η Judy Mowatt, ο Scotty, η Marcia Griffiths, ο Tinga Stewart, ο Brent Dowe, ο Derrick Harriοt και ο Ken Boothe.

* O Λάµπρος Φάτσης είναι λέκτορας Κοινωνιολογίας και Εγκληµατολογίας στο University of Southampton. Είναι επίσης γνωστός ως αφοσιωµένος δισκωρύχος και δισκοθέτης (ρέγκε selector) µε το ψευδώνυµο Boulevard Soundsystem. Από το 2010 µέχρι το 2014 παρουσίαζε τις ραδιοφωνικές εκποµπές «Dub le Bubble» και «At Home with Boulevard Soundsystem» στο radiobubble.gr, αφιερωµένες στην ιστορία και την εξέλιξη της τζαµαϊκάνικης µουσικής, και έχει συνεργαστεί µε πολλά εγχώρια και παγκόσµια ονόµατα της ρέγκε όπως: Anna Mystic, Blend Mishkin, Brother Culture, Champian (Tighten Up), MC Trooper, MC Ishu, Serocee, Roots Garden Soundsystem (Roots Garden Records), Richie Phoe, και DJ Cut La Vis (Nice Up Records).

Το κείμενο του Λάμπρου Φάτση που διαβάζετε αποτελεί την εισαγωγή του βιβλίου και δημοσιεύεται πρώτη φορά στο διαδίκτυο στο Cannabis News -με την άδεια του συγγραφέα και του εκδοτικού οίκου.

          56 σφαίρες για τους Ρασταφάρι…