H δεκαετία του ’80 υπήρξε για το πορτογαλικό κράτος μια περίοδος ιδιαίτερα δύσκολη, καθώς αυτή σημαδεύτηκε από μία έκρηξη στη χρήση ναρκωτικών ουσιών. Το 10% του πληθυσμού έκανε συστηματική χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών και η χρήση τους ήταν διαδεδομένη σε όλες τις κοινωνικές τάξεις και στρώματα, από τραπεζικούς υπαλλήλους και διασημότητες, μέχρι φοιτητές και ανθρακωρύχους.
Με τους θανάτους και την εγκληματικότητα να εκτοξεύονται λόγω της χρήσης, οι πορτογαλικές αρχές βρίσκονταν ανέτοιμες να αντιμετωπίσουν την κρίση που είχε ξεκινήσει από τα νότια της χώρας και είχε καταστήσει την περιοχή της Algarve ως μια από τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες των ναρκωτικών.
[Tης Ναταλίας Πετρίτη, από το TVXS με αφορμή το άρθρο του Guardian]
Πως όμως έφτασε η κατάσταση στο να χρησιμοποιεί ένας στους 100 πορτογάλους πολίτες ηρωίνη; Το δικτατορικό καθεστώς που επεβλήθη από τον Αντόνιο Σαλαζάρ το 1933 φαίνεται πως είναι η βαθύτερη αιτία, όπως σημειώνεται σε δημοσίευμα του Guardian.
Το 2001, η Πορτογαλία αποποινικοποιεί την κατανάλωση παράνομων ουσιών. Και σε λίγα χρόνια μειώνονται εντυπωσιακά οι εθισμένοι σε ουσίες, αλλά και τα κρούσματα HIV και ηπατίτιδας
Τα σαράντα χρόνια επιβίωσης του καθεστώτος είναι γεγονός πως επηρέασαν αρνητικά το επίπεδο της πορτογαλικής εκπαίδευσης, ισοπέδωσαν εκπαιδευτικά ιδρύματα και μείωσαν δραματικά τον ηλικιακό μέσο όρο εγκατάλειψης σπουδών, ως ένα μέτρο για να διατηρηθεί η υπακοή του λαού προς το Σαλαζάρ.
Ταυτόχρονα, καθώς η χώρα ήταν κλειστή προς τον έξω κόσμο, ο πορτογαλικός λαός έχασε την ευκαιρία να ζυμωθεί πολιτικά και να πειραματιστεί την περίοδο που συνέβαινε η έκρηξη της κουλτούρας του Μαΐου του ’68 και γενικότερα των λεγόμενων swinging sixties.
Όταν το καθεστώς έπεσε ξαφνικά το 1974, τα σύνορα της Πορτογαλίας βρέθηκαν εκτεθειμένα σε νέες αγορές και επιρροές από το εξωτερικό, με αποτέλεσμα την ξαφνική διάδοση της κουλτούρας της χρήσης ναρκωτικών, όπως η μαριχουάνα και η ηρωίνη, γεγονός για το οποίο δεν υπήρχε καμία τεχνογνωσία αντιμετώπισης από τις αρχές.
Αντί να συλλαμβάνονται, οι χρήστες που πιάνονται να έχουν στην κατοχή τους ουσίες, λαμβάνουν μια προειδοποίηση από τις αρχές, πληρώνουν ένα μικρό πρόστιμο ή επισκέπτονται μετά από σύσταση γιατρούς, δικηγόρους και κοινωνικούς λειτουργούς για να βοηθηθούν στην απεξάρτηση.
Με την αποποινικοποίηση, η οπιοειδής κρίση σταθεροποιήθηκε σε τέτοιο βαθμό που σε διάστημα λίγων μόλις ετών σημειώθηκε δραματική μείωση των περιστατικών εθισμού, HIV και ηπατίτιδας, θανάτων από υπερβολικές δόσεις, εγκλημάτων σε σχέση με τα ναρκωτικά και φυλακίσεων για αυτά.
Τα στοιχεία που προέκυψαν από την κίνηση αυτή του πορτογαλικού κράτους είναι αντικείμενο μελέτης από πληθώρα οργανισμών και κινημάτων για τη μείωση της βλαβερής χρήσης ουσιών ανά τον κόσμο.
Γιατί τα άλλα κράτη δεν ακολουθούν;
Γιατί όμως, ενώ η Πορτογαλία αποτελεί πρότυπο για την πολιτική της σε σχέση με τα ναρκωτικά, τα υπόλοιπα κράτη δυσκολεύονται να την υιοθετήσουν και αυτά;
Η απάντηση είναι πιο σύνθετη απ’ ό,τι φαίνεται, ενώ είναι γνωστό ότι για να φτάσει στο μέτρο της αποποινικοποίησης, η Πορτογαλία έκανε πολύ δρόμο όλα τα προηγούμενα έτη.
Την πρώτη περίοδο της έκρηξης των ναρκωτικών, το κράτος προσπάθησε να τα πολεμήσει όσο περισσότερο γινόταν, εκδίδοντας διαφημιστικές καμπάνιες που αναφέρονταν σε αυτά σαν ‘’σατανικές ουσίες’’ και επιφέροντας τεράστιες ποινές φυλάκισης στους χρήστες τους. Όμως η εκτεταμένη χρήση τους δημιουργούσε παράλληλα ένα κίνημα επιστημόνων που προσπαθούσε να τα πολεμήσει με ό,τι διέθετε αλλά και με αρκετό πειραματισμό.
Έτσι, το 1977 στην Πορτογαλία ξεκίνησε το πρώτο πρόγραμμα απεξάρτησης από την ηρωίνη με χρήση μεθαδόνης, ενώ μια φαρμακοποιός υπήρξε η πρώτη σε παγκόσμιο επίπεδο που αποφάσισε να μοιράζει δωρεάν καθαρές σύριγγες σε χρήστες, για την αποφυγή της περαιτέρω εξάπλωσης ασθενειών όπως το AIDS. Δέκα χρόνια μετά δε, το πρώτο δημόσιο κέντρο απεξάρτησης στη Λισσαβώνα ήταν γεγονός.
Η μετέπειτα εξυγιαντική πορεία της Πορτογαλίας και το ότι παρέμεινε σταθερή παρά τις αλλαγές κυβερνήσεων είχε να κάνει και με το γεγονός ότι υπήρξε μια τεράστια μεταστροφή ολόκληρης της κουλτούρας του λαού σε σχέση με τα ναρκωτικά και του πως έβλεπε τους χρήστες και τον ίδιο τον εθισμό σε αυτά. Από την καλύτερη λειτουργία των κρατικών οργανισμών υγείας, μέχρι την αλλαγή ακόμα και της γλώσσας (οι Πορτογάλοι δεν χρησιμοποιούσαν πια τον όρο drogado, δηλαδή junkie), ήταν πλέον γεγονός ότι κάτι είχε αλλάξει.
Είναι σημαντικό να τονίσουμε ωστόσο ότι η Πορτογαλία κατάφερε να σταθεροποιήσει την κατάσταση με τα ναρκωτικά και όχι να τα εξαφανίσει δια παντός. Ενώ οι σχετικοί με αυτά θάνατοι, οι φυλακίσεις και τα προβλήματα λοιμώξεων μειώθηκαν, το κράτος έπρεπε ακόμα να αντιμετωπίσει τα μακροχρόνια προβλήματα υγείας που η εκτεταμένη χρήση είχε δημιουργήσει. Ιδιαίτερα δε σε μία χώρα που διανύει οικονομική κρίση, ασθένειες όπως ή ηπατίτιδα C, η κύρωση και ο καρκίνος του ήπατος είναι αρκετές για να γονατίσουν τα ταμεία υγείας.
Παράλληλα, οι τοπικοί υπεύθυνοι για τη μείωση των προβλημάτων από τη χρήση ναρκωτικών επισημαίνουν ότι μετά την αποποινικοποίηση, οι κρατικές αρχές παρέμειναν σε απραγία σε σχέση με τη διευκόλυνση λειτουργίας προγραμμάτων παροχής ναλοξόνης κατά των υπερβολικών δόσεων, αλλά και παροχής πακέτων με καθαρές σύριγγες σε φυλακές όπου γίνεται ακόμη εκτεταμένη χρήση.
Για πολλούς, η όποια επιτυχία σημειώθηκε με τα μέτρα αποποινικοποίησης είχε να κάνει με το ότι το πρόβλημα ήταν τόσο εκτεταμένο, που ήταν αδύνατο να μην περιοριστεί καθόλου.
Για να γίνουν κατανοητά τα επίπεδα που είχε φτάσει αναφέρουμε χαρακτηριστικά ότι σχεδόν κάθε πορτογαλική οικογένεια είχε ένα μέλος-χρήστη τις δεκαετίες του 1970 και 1980, ενώ το πρόβλημα αφορούσε όλες ανεξαιρέτως τις κοινωνικές τάξεις. Εύλογα θα μπορούσε να συμπεράνει δε κανείς ότι αν αφορούσε μόνο κατώτερα κοινωνικά στρώματα, όπως συμβαίνει σε άλλα κράτη, τότε δεν θα ήταν σίγουρο το πώς θα λειτουργούσε εν τέλει η αποποινικοποίηση.
Η σημερινή πολιτική του πορτογαλικού κράτους στηρίζεται σε τρεις πυλώνες: ο πρώτος στο ότι δεν υπάρχουν ελαφριά ή βαριά ναρκωτικά, ο δεύτερος στο ότι η χρήση ναρκωτικών ουσιών από ένα άτομο συχνά κρύβει προβληματικές σχέσεις με το περιβάλλον του ή τον εαυτό του και ο τρίτος στο ότι η εξαφάνιση όλων των ναρκωτικών είναι αδύνατη. Ο κάθε χρήστης αντιμετωπίζεται δε σαν διαφορετική περίπτωση.
Το τέλος του Αμερικανικού «Πολέμου κατά των ναρκωτικών»
Στον υπόλοιπο κόσμο, μικρά βήματα φαίνεται να γίνονται σιγά σιγά προς την κατεύθυνση του πορτογαλικού μοντέλου: Η Χιλή και η Αυστραλία άνοιξαν το 2016 τα πρώτα κλαμπ ιατρικής κάνναβης, ενώ πλέον σε αρκετές πολιτείες των ΗΠΑ είναι νόμιμη η χρήση της.
Η Δανία άνοιξε τη μεγαλύτερη δομή ελεύθερης κατανάλωσης ναρκωτικών ουσιών, με τη Γαλλία να ακολουθεί ανοίγοντας και αυτή, ενώ στη Νότια Αφρική έχει προταθεί η αποποινικοποίηση της χρήσης της κάνναβης. Ταυτόχρονα, ο Καναδάς είναι ο επόμενος που πρόκειται να νομιμοποιήσει τη χρήση κάνναβης, ενώ στη Γκάνα είναι πλέον αποποινικοποιημένη η χρήση όλων των ναρκωτικών ουσιών.
Αυτό που φυσικά δεν είναι νόμιμο ακόμα σε κανένα κράτος, συμπεριλαμβανομένης της Πορτογαλίας, είναι η πώληση ναρκωτικών. Με ένα μαζικό ωστόσο κίνημα σε παγκόσμιο επίπεδο που καλεί να ξανασκεφτούμε συλλογικά την ίδια την έννοια των ναρκωτικών και τη σχέση του ανθρώπου με αυτά, είναι βέβαιο πως στο επόμενο διάστημα θα ξεκινήσει ένας ουσιαστικός διάλογος που μπορεί να επιφέρει μεγάλες αλλαγές προς την κατεύθυνση μιας πιο χαλαρής πολιτικής προς αυτά.
Πηγές / Διαβάστε Περισσότερα:
Τhe Guardian: Portugal’s radical drugs policy is working. Why hasn’t the world copied it?