Η Ολλανδία είναι γνωστή για την ανεκτική πολιτική που εφαρμόζει σχετικά με την κάνναβη, από την δεκαετία του 1970, με την λειτουργία των γνωστών σε όλους coffee shops. Η νομοθεσία της σήμερα είναι ιδιαίτερη, καθώς η κατοχή μέχρι 5 γραμμαρίων είναι νόμιμη, ενώ 5 γραμμάρια μπορεί κανείς να αγοράσει και από τα coffee shops. Στο πλαίσιο αυτό, πολλοί έχουν την λανθασμένη εντύπωση ότι τα ναρκωτικά είναι ελεύθερα.
[Του Λάμπρου Ν. Αναγνωστόπουλου*]
Στην πραγματικότητα, η συγκεκριμένη χώρα έχει υιοθετήσει μια δική της νοοτροπία, διαφορετική από άλλα ευρωπαϊκά κράτη, σχετικά με την έννοια της ελευθερίας του ατόμου και κατ’ επέκταση την χρήση ουσιών. Για την ακρίβεια, η ολλανδική κυβέρνηση έλαβε πριν πολλά χρόνια, το 1976, την πρωτοποριακή απόφαση αλλαγής του Νόμου περί Ναρκωτικών, διαχωρίζοντάς τα σε δυο μεγάλες κατηγορίες: σκληρά και μαλακά.
Έτσι, η ηρωίνη, η κοκαΐνη, οι αμφεταμίνες και όλα τα χημικά ναρκωτικά, θεωρήθηκαν σκληρά, ενώ η κάνναβη και τα παράγωγά της θεωρήθηκαν και θεωρούνται μέχρι σήμερα, μαλακά ναρκωτικά. Αυτό το βήμα έγινε για να κρατηθούν οι χρήστες κάνναβης μακριά από τους χρήστες σκληρών ναρκωτικών ουσιών.
Ονομάστηκε Mellow Yellow από τον τίτλο του ομώνυμου τραγουδιού του Donovan
Σταδιακά, τα coffee shops της πρωτεύουσας του Άμστερνταμ, ενέπνευσαν τους καπνιστές ολόκληρης της Ολλανδίας, οι οποίοι άρχισαν να ανοίγουν καταστήματα. Κι ενώ σήμερα υπάρχουν τέτοια μαγαζιά σε ολόκληρη την χώρα, εξαιρετικά ενδιαφέρουσα είναι η ιστορία του πρώτου «επίσημου» coffee shop, το οποίο είχε ανοίξει το 1972, δηλαδή 4 χρόνια πριν τον διαχωρισμό των ναρκωτικών από την κυβέρνηση!
Κατ’ αρχάς, ο ιδιοκτήτης ήταν ο συγγραφέας και ακτιβιστής Wernard Bruining, o οποίος υλοποίησε την ιδέα του μαζί με τη βοήθεια μερικών φίλων, αξιοποιώντας έναν παλιό κατειλημμένο φούρνο του Άμστερνταμ. Στην ουσία πρόκειται για έναν χώρο όπου σύχναζε και χαλάρωνε η παρέα, συζητώντας, πίνοντας τσάι και καπνίζοντας κάνναβη. Αυτό τους έδωσε την ιδέα να δημιουργήσουν ένα coffee shop, καθώς μάλιστα δεν χρειαζόταν κάποια ειδική άδεια.
Το όνομα που του έδωσαν ήταν Mellow Yellow και το εμπνεύστηκαν από τον τίτλο του ομώνυμου τραγουδιού του Σκωτσέζου μουσικού Donovan, που ήταν μεγάλη επιτυχία εκείνη την εποχή. Αυτό που επιζητούσαν επί της ουσίας ήταν να δημιουργηθεί ένας χώρος στον οποίο οι χρήστες κάνναβης του Άμστερνταμ, θα μπορούσαν να προμηθευτούν το φυτό, χωρίς μπελάδες και φασαρίες.
Ο Wernard, ανέθεσε τις πωλήσεις σ’ έναν Άγγλο γείτονά του, ο οποίος περνούσε 2 με 3 ώρες την ημέρα στον παλιό φούρνο σαν ντίλερ. Όλοι γνώριζαν τι ήταν αυτό το «καφενείο» και βέβαια τι ακριβώς προσφερόταν εκεί. Προς το τέλος του 1972, ο Άγγλος ντίλερ έβγαλε αρκετά χρήματα και πήρε την απόφαση να ταξιδέψει στην Ελλάδα για νέες περιπέτειες.
Τότε, ο Wernard και η παρέα του, αναγκάστηκαν να αναζητήσουν πιο επαγγελματικούς τρόπους για να εκμεταλλευτούν την επιχείρησή τους. Κάποιος από την ομάδα που ανέλαβε τη διαμόρφωση του χώρου, τοποθέτησε ξύλινους πάγκους και καρέκλες, δίνοντας έτσι νέα μορφή στο Mellow Yellow, το οποίο άρχιζε να θυμίζει περισσότερο μπαρ.
Ο νέος ντίλερ, ο οποίος ονομαζόταν Peter, έγινε αμέσως διάσημος για την μεγάλη δερμάτινη τσάντα που κουβαλούσε, στην οποία μετέφερε προσυσκευασμένη κάνναβη, σε σακουλάκια διάφορων μεγεθών. Πλέον το κατάστημα ήταν ανοιχτό από νωρίς το πρωί έως τις 3 τα ξημερώματα, προσφέροντας καφέ, κάνναβη και μια ζεστή ατμόσφαιρα, σ’ ένα ολοένα αυξανόμενο κοινό.
Αρχικά, το χόρτο, που ήταν λιβανέζικο, δεν ήταν διαθέσιμο σε μεγάλες ποσότητες ακόμη και αγοράζονταν από έναν μικρό ντίλερ, 50 ή 100 γραμμάρια τη φορά. Καθώς μεγάλωνε η δουλειά, μεγάλωνε και η ζήτηση και περισσότεροι άνθρωποι άρχισαν να έρχονται και να προσφέρουν εμπόρευμα, μεταξύ των οποίων κάποιοι Μαροκινοί. O Wernard, άρχισε να κάνει δουλειές μ’ έναν από αυτούς, τον Caesar, σημαντικό άνθρωπο σ’ αυτό τον χώρο εκείνη την περίοδο.
Παράλληλα, οι δοσοληψίες γίνονταν στο σπίτι του Caesar, o οποίος φρόντιζε να κρατάει όλες του τις επαφές μακριά την μία από την άλλη. Οι προμήθειες έγιναν μεγαλύτερες και το χόρτο πουλιόταν σε σακουλάκια των 10 γραμμαρίων. Μερικοί πελάτες από το Άμστερνταμ αγόραζαν ακόμη και 10 σακουλάκια τη φορά! Το Mellow Yellow πήγαινε εξαιρετικά και το 1974, το ωράριό του τροποποιήθηκε. Άνοιγε πλέον στις 6 το απόγευμα, ώστε να αποφεύγει την αυξημένη κίνηση της ημέρας.
Ο ανταγωνισμός ήταν μικρός τότε, καθώς υπήρχαν ελάχιστα coffee shops και η αστυνομία δεν έδειχνε να ενοχλείται ιδιαίτερα. Στο πλαίσιο αυτό, συγκέντρωνε όλες τις δυνάμεις στην ηρωίνη που έφτασε στην αγορά του Άμστερνταμ το 1972, παρ’ ότι το χασίς ήταν εξίσου απαγορευμένο, όπως και τα οπιοειδή. Μάλιστα, σύμφωνα με τον επικεφαλής της Εισαγγελίας τότε, Hartsuiker, «η χρήση του χασίς δεν θεωρούνταν πραγματικό πρόβλημα».
Τελικά, το Mellow Yellow με αυτή τη μορφή έκλεισε το 1978 (συνέχισε να λειτουργεί υπό διαφορετικές διευθύνσεις μέχρι το 2017), αλλά η θέση του Wernard στην ιστορία της κάνναβης στην Ολλανδία, είναι εξασφαλισμένη. Ίδρυσε το πρώτο καθαρό και επαγγελματικό κατάστημα, στο οποίο δεν επιτρεπόταν σκληρά ναρκωτικά, διαθέτοντας χόρτο εξαιρετικής ποιότητας και μια φιλοσοφία που αντιμετώπιζε τους επισκέπτες του περισσότερο σαν φίλους, παρά σαν πελάτες.
Υπήρχαν βέβαια και άλλες διευθύνσεις στις οποίες μπορούσε κανείς να προμηθευτεί κάνναβη, όπως το Paradiso, τo Melkweg ή το Kashba, όλα μέρη που συγκεντρώνονταν νέοι άνθρωποι. Ωστόσο, το Mellow Yellow, ήταν το μοναδικό στο είδος του μέχρι το 1975. Από εκεί κι έπειτα άρχισαν να ανοίγουν πολλά και διαφορετικού είδους καταστήματα, περισσότερο εμπορικά από το χίπικο στυλ του Wernard Bruining.
Ο Maarten, ένας τακτικός θαμώνας του Mellow Yellow, ακολούθησε τον ίδιο δρόμο και άνοιξε το coffee shop Rusland (Ρωσία), εφευρίσκοντας το σλόγκαν «Εισβάλλετε στη Ρωσία, έτσι για αλλαγή».
Ένας άλλος εκπληκτικός τύπος, ο Henk de Vries, άνοιξε κατάστημα με το όνομα Bulldog, επεκτείνοντας στη συνέχεια τις επιχειρήσεις του με αρκετά καταστήματα όχι μόνο στην Ολλανδία, αλλά και στον Καναδά και στην Ίμπιζα της Ισπανίας. Σήμερα, το Bulldog αποτελεί την πιο γνωστή αλυσίδα τέτοιων καταστημάτων στη χώρα, ενώ εκτός από τα coffeeshops υπάρχουν επίσης δύο καφετέριες, τρία καταστήματα αναμνηστικών και ένα ξενοδοχείο στο Άμστερνταμ με αυτό το όνομα.
Βίντεο του 2014 με τον τιμοκατάλογο του μαγαζιού
*Ο Λάμπρος Ν. Αναγνωστόπουλος σπούδασε κοινωνιολογία στο Πανεπιστήμιο του Αιγαίου και είναι μεταπτυχιακός φοιτητής στο ΤΕΙ Λάρισας στον τομέα της Ψυχικής Υγείας. Περισσότερα άρθρα του μπορείτε να διαβάσετε εδώ.
Πηγές / Διαβάστε περισσότερα:
Nol van Schaik’s book: The Dutch Experience
Cannabis Culture
Canavaccio, κείμενα περί της ηδονιστικής δρόγης, Εκδόσεις: Ηeteron