Πηγή: TVXS, Επιμέλεια: Μικαέλα Κόλλια
Στα μέσα του 19ου αιώνα, Γάλλοι συγγραφείς, συμπεριλαμβανομένων του Μπωντλαίρ και του Αλέξανδρου Δουμά βρίσκονταν τακτικά για να κάνουν χρήση κάνναβης. Σε αυτό το απόσπασμα από βιβλίο του Τζόναθαν Γκριν περιγράφεται η «Λέσχη του χασίς».
Το 1798 ο Ναπολέων εισέβαλε στην Αίγυπτο, το πρώτο βήμα της εκστρατείας προς την οικοδόμηση ενός γαλλικού βασιλείου που θα άνοιγε το δρόμο προς την Ινδία. Τελικά εκδιώχθηκε το 1801. Είχε προλάβει, όμως, να κάνει μια νέα ανακάλυψη: το χασίς. Παρόλο που η κατοχή και η κατανάλωσή του σύντομα απαγορεύτηκε, οι στρατιώτες που γύρισαν πίσω στην πατρίδα τους, έφεραν μαζί τους την κάνναβη. Το αποτέλεσμα ήταν η σταδιακή μετάδοσή της στην Ευρώπη, ιδιαίτερα στη Γαλλία.
Ακολούθησαν οι τακτικές εισαγωγές χασίς, δηλαδή τα ξηρά φύλλα κάνναβης, και σύντομα μπορούσε να αγοραστεί σε οποιοδήποτε φαρμακείο, καθώς οι ιατρικοί κύκλοι άρχισαν να δείχνουν τεράστιο ενδιαφέρον για το εξωτικό αυτό φυτό από την Ανατολή. Ιδιαίτερα ο Δρ Ζακ-Ζοζέφ Μορό (1804-1884), άρχισε να ερευνά με τις ιδιότητές του. Το 1840, ο Μορό κατάπιε κάποια φύλλα κάνναβης, ώστε να συντάξει μια εμπεριστατωμένη έκθεση σχετικά με τα μεθυστικά αποτελέσματα της. Βίωσε ένα μείγμα ευφορίας, παραισθήσεων και έλλειψης συνοχής, μια εξαιρετικά ταχεία ροή των ιδεών. Καθώς το «φάρμακο» νόθευε τις αισθήσεις του αποφάσισε να χρησιμοποιήσει ινδικά χοιρίδια για πειραματόζωα.
Το 1844 ο Μορό συνάντησε το Γάλλο φιλόσοφο, συγγραφέα και δημοσιογράφο Θεόφιλο Γκωτιέ (1811-1872), που βρισκόταν στην καρδιά των πνευματικών κύκλων και του πνευματικού κινήματος της εποχής, του Ρομαντισμού. Ο Μορό εντυπωσιάστηκε με τις θεωρίες του Γκωτιέ και το μανιφέστο του Ρομαντισμού που έδινε έμφαση στην πρόκληση ισχυρής συγκίνησης μέσω της τέχνης καθώς και στο συναίσθημα αντί της λογικής. Από την πλευρά του ο Γκωτιέ έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για τις θεωρίες του Μορό και συγκεκριμένα για τις περιγραφές του δόκτορα για την «πνευματική μέθη» της κάνναβης, που τη θεωρούσε προτιμότερη από την «επαίσχυντη βαριά μέθη» του αλκοόλ.
«Η Λέσχη του Χασίς»
Ο Γκωτιέ έφερε μαζί του μια σειρά από κορυφαίους παριζιάνους λογοτέχνες: τον Αλέξανδρο Δουμά, τον Ζεραρ ντε Νερβάλ, τον Βίκτωρ Ουγκώ, τον Σαρλ Μπωντλαιρ, τον Ευγένιο Ντελακρουά, τον Ονορέ ντε Μπαλζάκ, και πολλούς άλλους. Η ομάδα, που αυτοαποκαλούνταν «Η Λέσχη του Χασίς», θα βρισκόταν τακτικά μεταξύ 1844 και 1849 στο Hôtel Lauzun.
Εκεί, ντύνονταν τελετουργικά με αραβικά ρούχα, έπιναν δυνατό καφέ εμπλουτισμένο με γενναιόδωρες δόσεις χασίς, το οποίο ο Μορό αποκαλούσε, κατά τα αραβικά, «dawamesk». Η ομάδα έφτιαχνε το «αφέψημα» αναμειγνύοντας χασίς, κανέλα, γαρίφαλο, μοσχοκάρυδο, φιστίκι, ζάχαρη, χυμό πορτοκαλιού, βούτυρο και καθαριδίνη. Κάποιοι από αυτούς θα έγραφαν για αυτές τις εμπειρίες τους. Ωστόσο ο Μπαλζάκ δεν δοκίμασε το μείγμα παρά μόνο το 1845, και είπε στα υπόλοιπα μέλη ότι άκουγε ουράνιες φωνές και έβλεπε οράματα της θείας ζωγραφικής.
Από όλα τα μέλη της ομάδας, ήταν ο Γκωτιέ, ο οποίος δίνει τις περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τις συναντήσεις τους. Στο δοκίμιό του «Η Λέσχη του Χασίς», που δημοσιεύτηκε στο Revue des Deux Mondes το 1846, μετέφερε ακριβώς τη μελοδραματική ατμόσφαιρα που προσέδιδε τόσο το ναρκωτικό όσο και ο χώρος, ο οποίος είχε γοτθικά στοιχεία . «Ένα βράδυ του Δεκέμβρη έφτασα σε μια απομακρυσμένη συνοικία στο κέντρο του Παρισιού, ένα είδος μοναχικής όασης που περιβάλλεται από το ποτάμι, σαν αυτό να θέλει να υπερασπιστεί το μέρος ετούτο από τις καταπατήσεις του πολιτισμού. Ήταν ένα παλιό σπίτι στο Ile St Louis, το ξενοδοχείο Lauzun, όπου το παράξενο club που είχα πρόσφατα ενταχθεί πραγματοποιούσε την μηνιαία σύναξή του. Ήταν η πρώτη μου επίσκεψη».
Μετά από μια περιγραφή του εσωτερικού του ξενοδοχείου, ο Γκωτιέ φτάνει σε ένα δωμάτιο όπου «πολλές ανθρώπινες φιγούρες κάθονταν γύρω από ένα τραπέζι, και μόλις έπεσε πάνω μου το φως και η μορφή μου αναγνωρίστηκε, μια έντονη κραυγή συγκλόνισε τα βάθη του αρχαίου οικοδομήματος: αυτός είναι! αυτός είναι! Φώναξαν όλοι, ας του δώσουμε το μερίδιό του!».
Το «μερίδιό» του ήταν φυσικά μια κούπα dawamesk. «Ο γιατρός στάθηκε μπροστά από ένα μπουφέ όπου βρισκόταν μια πιατέλα γεμάτη με μικρά ιαπωνικά πιατάκια. Αυτός έριξε μια μπουκιά από πάστα ή πρασινωπή μαρμελάδα, περίπου τόσο μεγάλη όσο ένας αντίχειρας, από ένα κρυστάλλινο βάζο. Το πρόσωπο του γιατρού ακτινοβολούσε ενθουσιασμό, τα μάτια του έλαμπαν, τα μοβ του μάγουλα του ήταν σα να φλέγονται, οι φλέβες του ξεχώριζαν έντονα, και ανάσαινε βαριά με διεσταλμένα ρουθούνια. Αυτό θα πρέπει να αφαιρεθεί από το μερίδιο σας στον Παράδεισο, είπε, και μου έδωσε το μερίδιό μου.
Ακολούθησε ένα συμπόσιο. Μέχρι να τελειώσει το γεύμα, το χασίς έχει αρχίσει να επιδρά. Σύμφωνα με τον Γκωτιέ, όλοι άρχισαν να του φαίνονται κάπως παράξενοι, με ορθάνοιχτα μάτια σαν της κουκουβάγιας και το φως φάνταζε υπερφυσικό. Εν τω μεταξύ, «μια ζεστασιά διαπερνούσε τα άκρα μου, και το κενό έσπαγε από εκρήξεις σκέψης και δημιουργίας, γυρνούσε πάλι, και έφευγε καθώς παράξενες σκέψεις εισέβαλλαν στο κεφάλι μου. Παράξενοι επισκέπτες, παραισθήσεις».
Ήταν αναπόφευκτο ότι ο Σαρλ Μπωντλαιρ (1821-1867), συγγραφέας της ποιητικής συλλογής «Les Fleurs du Mal», να ενταχθεί στη λέσχη. Φημιζόταν για την τάση του προς τις κραιπάλες και την αγάπη του για κάθε τι εξωτικό, το οποίο σίγουρα θα του δημιούργησε ενδιαφέρον για το νέο εκείνο ναρκωτικό, αν και τελικά δοκίμασε ελάχιστες φορές. Εντούτοις, έγραψε με πάθος σχετικά με το χασίς, βασιζόμενος περισσότερο στις σημειώσεις του παρά στην προσωπική εμπειρία.
Ο Γκωτιέ, γράφοντας ένα δοκίμιο για τον ποιητή, σημείωσε ότι, «ακόμα και ο Μπωντλαίρ δοκίμασε χασίς μία ή δύο φορές, αλλά ποτέ δεν έκανε συνεχή χρήση του. Εκτός αυτού, ένιωθε αποστροφή γι ‘αυτό το είδος της ευτυχίας που αγοράζεται από το φαρμακείο, και σύγκρινε την έκσταση που προκαλεί με εκείνη ενός μανιακού. Ερχόταν αλλά σπάνια, και μόνο ως παρατηρητής στις συνεδριάσεις στο Hôtel Lauzun. Όπως έλεγε ο ίδιος ο Μπωντλαίρ, το κρασί κάνει τους άνδρες ευτυχισμένους και κοινωνικούς, το χασίς τους απομονώνει. Το κρασί εξυψώνει τη βούληση, το χασίς την εκμηδενίζει».
«Τεχνητοί Παράδεισοι»
Το καλύτερο κομμάτι του Μπωντλαίρ για το χασίς, βγήκε στη δημοσιότητα το 1860 με τίτλο «Τεχνητοί Παράδεισοι» όπου συγκρίνει το χασίς με το κρασί, ως μέσο επέκτασης της ατομικότητας. Για τον ίδιο, «μεταξύ των ναρκωτικών πιο αποτελεσματικό για τη δημιουργία αυτού που εγώ αποκαλώ τεχνητό ιδανικό, εξαιρώντας το αλκοόλ που διεγείρει γρήγορα και προκαλεί έναν ακαθάριστο παροξυσμό ανεβάζοντας το επίπεδο της πνευματικής δύναμης, και τα αρώματα, των οποίων η υπερβολική χρήση, αν και διεγείρει τη φαντασία, φθείρει σταδιακά τις φυσικές δυνάμεις, οι δύο πιο ενεργητικές ουσίες, οι πιο βολικές και εύχρηστες, είναι το χασίς και όπιο».
Ενάμιση αιώνα μετά, οι σημειώσεις του Μπωντλαίρ δίνουν και άλλο φως:
«Στην αρχή, μια παράλογη, ακαταμάχητη αίσθηση σε διαπερνά. Οι πιο συνηθισμένες λέξεις, οι πιο απλές ιδέες παίρνουν μια νέα και παράξενη πτυχή Αυτό το κέφι είναι ανυπόφορο, αλλά δεν ωφελεί να προσπαθήσει κανείς να αντισταθεί. Ο δαίμονας έχει εισβάλει. Μια ατελείωτη σειρά από λογοπαίγνια και εντελώς απίθανες σχέσεις από ιδέες σχηματίζονται απολύτως ταιριαστά και ξεπερνούν τους ικανότερους τεχνίτες σκέψεων.
Όμως, μετά από λίγα λεπτά, η σχέση μεταξύ των ιδεών γίνεται τόσο ασαφής, και το νήμα της σκέψης μεγαλώνει τόσο, ώστε μόνο ομοϊδεάτες σου μπορούν να σε καταλάβουν. Ακούς τα χρώματα, τα χρώματα γίνονται μουσική, κάθεσαι πάνω στην πίπα σου, και η πίπα σου σε καπνίζει, εκπνέεις τον εαυτό σου μέσα από μπλε σύννεφα. Αυτή τη φαντασιοπληξία συνεχίζεται για μια αιωνιότητα, με κάποια διαυγή διαστήματα, και μια μεγάλη προσπάθεια να κοιτάξεις το ρολόι. Η αιωνιότητα αποδεικνύεται ότι ήταν μόνο ένα λεπτό.
Η τρίτη φάση είναι πέρα από κάθε περιγραφή. Είναι αυτό που οι Ανατολίτες ονομάζουν « kef », είναι πλήρης ευτυχία. Όλα σταματούν να στροβιλίζονται, και περνάς σε μια ήρεμη και γαλήνια μακαριότητα. Κάθε φιλοσοφικό πρόβλημα έχει επιλυθεί. Κάθε δύσκολη ερώτηση που φέρνει την απόγνωση στους στοχαστικούς άνδρες, γίνεται σαφής και διαφανής. Κάθε αντίφαση έχει συμφιλιωθεί. Ο άνθρωπος έχει ξεπεράσει τους θεούς».
Η διάλυση
Σε αντίθεση με τον Γκωτιέ, ο Μπωντλαίρ πίστευε ότι οι χρήστες του χασίς μπορεί να υποφέρουν από ψυχολογικά προβλήματα. Το έργο του «Τεχνητοί Παράδεισοι» καταλήγει σε μια ενότητα με τίτλο «Το ηθικό», στην οποία ο Μπωντλαίρ λέει ότι ενώ το χασίς ενισχύει σίγουρα τη φαντασία και τη δημιουργικότητα ως εκ τούτου, είναι εξαιρετικά επικίνδυνο να υποτάξει όλες αυτές τις διεργασίες. Είναι επικίνδυνο για το δημιουργικό καλλιτέχνη να αρχίσει να πιστεύει ότι μπορεί να δημιουργήσει μόνο υπό την επήρεια, είναι καταστροφικό. Τονίζει ότι στο τέλος, η κάνναβη θα καταστρέψει την προσωπικότητά και αυτό θα ήταν απαράδεκτο.
Η «Λέσχη του Χασίς» διαλύθηκε τα μέσα του 19ου αιώνα, αλλά, σε επιστημονικό επίπεδο τουλάχιστον, είχε κάνει τη δουλειά της. Το 1846 ο εμπνευστής της, ο Δρ Μορό, δημοσίευσε ένα μεγάλο έργο για την κάνναβη, ένα βιβλίο 439 σελίδων, με τίτλο: «Για το Χασίς και την πνευματική αποξένωση- Ψυχολογική Μελέτη (χασίς και ψυχολογική ασθένεια)».
Kεντρική Φωτό του άρθρου: Gaetano Previati, The Hashish Smokers