Μια ενδιαφέρουσα ιστορική ανασκόπηση της καλλιέργειας της κάνναβης στην Ελλάδα, από το άρθρο του Σταύρου Μαλαγκονιάρη στην ΕΦΣΥΝ της 3ης Ιουνίου 2017.
Η εγχώρια παραγωγή σε ινδική κάνναβη πλησιάζει, ετησίως, τους 18.000 τόνους. Απ’ αυτή την ποσότητα, περίπου 6.000 τόνοι χασίς εξάγονται σε διάφορα κράτη. Τα μεγαλύτερα οφέλη απ’ αυτή τη δραστηριότητα έχει η Πελοπόννησος καθώς εκεί βρίσκεται το μεγαλύτερο μέρος των καλλιεργούμενων εκτάσεων, με τα ετήσια έσοδα να ξεπερνούν, τουλάχιστον σε ορισμένες περιοχές, τα έσοδα ακόμα και από τις ελιές!
Γι’ αυτό η επιβολή φόρου στο χασίς, ως προαπαιτούμενο σε διεθνή σύμβαση, προκαλεί την έντονη αντίδραση των κατοίκων.
Η ένταση μεταφέρεται και στη Βουλή και σε θυελλώδεις συνεδριάσεις οι βουλευτές της περιοχής ξεπερνώντας κομματικές γραμμές εναντιώνονται δυναμικά στο μέτρο. Καταγγέλλουν, μάλιστα, ότι η ψήφισή του θα προκαλέσει τεράστια ζημιά στην Πελοπόννησο.
Εικόνες από το μέλλον; Οχι, από το παρελθόν, τις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, οπότε η ινδική κάνναβη καλλιεργούνταν ελεύθερα, η διακίνηση δεν είχε εμπόδια και ένα μεγάλο μέρος της παραγωγής διετίθετο ως πρώτη ύλη στην κλωστοϋφαντουργία.
Η καλλιέργεια της ινδικής κάνναβης στον ελλαδικό χώρο είναι άγνωστο πότε άρχισε.
Πάντως, στην αρχαιότητα φαίνεται από γραπτές αναφορές (Ηρόδοτος κ.ά.) ότι καλλιεργούνταν στην κεντρική Ασία (Σκυθία) και από τις ίνες του στελέχους της κατασκευάζονταν σχοινιά και υφάσματα.
Οι αναφορές
Στη νεότερη Ελλάδα υπάρχουν αναφορές που δείχνουν ότι μεταξύ του 1860 και του 1870 υπήρχαν σημαντικές καλλιέργειες ινδικής κάνναβης στη Μαντίνεια και στην Αργολίδα.
Σύμφωνα με αναφορά του δημάρχου Ορχομενού της Μαντίνειας, που δημοσιεύτηκε, τον Μάρτη του 1887, στο μηνιαίο περιοδικό «Ελληνική Γεωργία» του Παναγιώτη Γ. Γεννάδιου, η καλλιέργεια και η παρασκευή του προϊόντος διδάχθηκαν από Αιγύπτιους, Κύπριους και άλλους μετανάστες χωρών της Ανατολής.
Λίγους μήνες νωρίτερα, κάποιος με τα αρχικά Λ.Κ.Τ. από τη Λαμία έστειλε επιστολή στο ίδιο περιοδικό (τεύχος Νοεμβρίου 1886), ζητώντας πληροφορίες για την καλλιέργεια της ινδικής κάνναβης, την παραγωγή και την εμπορία του χασίς.
«Δύνασθε ευκόλως και επιτυχώς να καλλιεργήσετε το ναρκωτικόν τούτο φυτόν…»
Το περιοδικό, στη στήλη «ΑΛΛΗΛΟΓΡΑΦΙΑ», του απαντάει υπό τον υπότιτλο «Περί χασίς», γράφοντας μεταξύ άλλων:
❝Τω κ. Λ.Κ.Τ. εις Λαμίαν-Δύνασθε ευκόλως και επιτυχώς να καλλιεργήσετε το ναρκωτικόν τούτο φυτόν, όπερ είναι απλώς ποικιλία της κοινής καννάβεως (…)❞.
Από αυτό το κείμενο μαθαίνουμε, ακόμα, ότι η απαγόρευση της εισαγωγής του χασίς στην Αίγυπτο και στην Ασία οδήγησε στη μείωση της καλλιέργειάς του σε Τρίπολη και Αργος, «ένθα άλλοτε παρήγετο μέγα ποσόν».
Τον Αύγουστο του 1892, η «Ελληνική Γεωργία», στην ίδια στήλη, απαντά σε κάποιον Κ.Κ., από την Αθήνα, που ενδιαφέρεται να καλλιεργήσει ινδική κάνναβη και παπαρούνα για την παραγωγή οπίου.
❝Περί οπίου. Τω κ. Κ.Κ. εις Αθήνας. Το όπιον είναι ναρκωτική ουσία χρησιμοποιουμένη εν τη φαρμακευτική. Εις τας Ινδίας, την Σινικήν και εις τινα μέρη της Ανατολής καπνίζουσι το όπιον όπως το χασίς… Η καλλιέργεια του φυτού τούτου προς παραγωγήν οπίου δεν συμφέρει παρ’ ημίν, διότι απαιτεί πολλά ημερομίσθια, άτινα εν Ελλάδι είνε λίαν υπερτιμημένα…❞.
Σύμφωνα με την ίδια έκθεση του δημάρχου Ορχομενού:
❝Η εν όλω δαπάνη διά την καλλιέργειαν αγρού εκ δέκα στρεμμάτων και την παρασκευήν του προϊόντος αυτού προς εξόδευσιν ανέρχεται εις 90-120 δραχμάς. Το χασίς εις φύλλον τιμάται από 50-80-90-100 λεπτά η οκά (σ.σ. η οκά αντιστοιχούσε σε 1.282 γραμμάρια), αναλόγως της ποιότητος και της ζητήσεως αυτού, η δε τιμή της κόνεως κυμαίνεται μεταξύ των 12-20 δραχμών. Εις το εξωτερικόν η τιμή αύτη είνε τριπλασία και τετραπλασία (…)❞.
Γι’ αυτό, πριν ακόμα μπει ο 20ός αιώνας οι εξαγωγές του χασίς ήταν μια πολύ σημαντική οικονομική δραστηριότητα.
«Το 1899 είχαν εξαχθεί 9.576 οκάδες χασίς (περίπου 123 τόνοι) αξίας 14.369 δραχμών της εποχής»
Σύμφωνα με στοιχεία από τη «Στατιστική του ειδικού εμπορίου της Ελλάδος μετά του εξωτερικού 1899» (έκδοση της Διεύθυνσης Στατιστικής του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας) το 1899 είχαν εξαχθεί 9.576 οκάδες χασίς (περίπου 123 τόνοι) αξίας 14.369 δραχμών της εποχής (σ.σ. για να υπάρχει μια εικόνα του μεγέθους σημειώνουμε ότι το ημερομίσθιο ενός αγρότη ήταν 4-6 δραχμές, ανάλογα το είδος εργασίας, ο μισθός κλητήρα Α’ υπουργείου ήταν 70 δραχμές και ο μισθός μοιράρχου χωροφυλακής 330 δραχμές). Φαίνεται πάντως ότι εκείνη η χρονιά δεν ήταν ιδιαίτερα καλή για την παραγωγή του χασίς καθώς έναν χρόνο νωρίτερα, το 1898, οι εξαγωγές ήταν κατά πολύ περισσότερες, στις 66.852 οκάδες (περίπου 858 τόνοι), αξίας 100.283 δραχμών.
Όμως, οι εξαγωγές δεν περιορίζονταν στο χασίς.
Με την επεξεργασία της κάνναβης δημιουργούνταν κλωστές, ιδανικές για την κατασκευή σχοινιών, πανιών κ.ά.
Στη συγκεκριμένη στατιστική αυτά καταγράφονται ως «Είδη χονδρά εκ καννάβεως» και είχαν εξαχθεί, το 1899, 44.382 οκάδες (περίπου 569 τόνοι) αξίας 17.753 δρχ., κυρίως στη Γαλλία (12.380 οκάδες), στη Ρωσία (2.955 οκάδες), στην Τουρκία (6.460 οκάδες), στην Αυστρία (1.760 οκάδες) κ.α.
Το 1906 η κυβέρνηση Γεωργίου Θεοτόκη εισάγει στη Βουλή νομοσχέδιο για τη φορολογία των καλλιεργειών ινδικής κάνναβης και την απαγόρευση εξαγωγής στην Αίγυπτο.
Οπως προέκυψε από τις συζητήσεις στη Βουλή, η ψήφιση αυτού του νομοσχεδίου ήταν προαπαιτούμενο από την αιγυπτιακή κυβέρνηση για να υπογραφεί μεταξύ των δύο κρατών εμπορική συμφωνία, η οποία θεωρούνταν πολύ σημαντική λόγω της ύπαρξης μεγάλου ελληνικού στοιχείου στη χώρα του Νείλου.
Ομως, αποδείχτηκε ότι πίσω από τις αιγυπτιακές απαιτήσεις βρίσκονταν οι Αγγλοι, που ήλεγχαν μέσω των Ινδιών τη διακίνηση χασίς στην Ασία!
Οι εφημερίδες, άλλες υπέρ της φορολόγησης και άλλες κατά, αφιερώνουν κύρια άρθρα στο θέμα, ενώ οι κάτοικοι περιοχών της Πελοποννήσου που πλήττονταν από το νομοσχέδιο άρχισαν να «βομβαρδίζουν» τη Βουλή με διαμαρτυρίες.
«Οι βουλευτές Πελοποννήσου όπου υπήρχαν μεγάλες καλλιέργειες χασίς, δήλωσαν αντίθετοι στο νομοσχέδιο»…
Στη συνεδρίαση της 12ης Μαΐου 1906 (Συνεδρίαση ΙΗ’ της Α Συνόδου της ΙΙΙ Κοινοβουλευτικής Περιόδου) ο πρόεδρος της Βουλής Ν. Μπουφίδης ανακοινώνει «αναφοράν των κατοίκων των χωρίων Ορχομενού και Νάσσης της Επαρχίας Μαντινείας παρακαλούντων όπως διαβιβασθώσιν εις την Βουλήν τα παράπονά των περί καταργήσεως της καλλιεργείας χασίς».
Στις 2 Ιουνίου (Συνεδρίαση ΛΔ’) οι κάτοικοι του Λεβιδίου με άλλη αναφορά παρακαλούν όπως εξαιρεθεί «πάσης φορολογίας η εφετεινή σπορά και η παρακαταθήκη κόνεως χασίς επί εν τουλάχιστον έτος» και την επομένη (Συνεδρίαση ΛΕ’ της 3ης Ιουνίου 1906) οι κάτοικοι των Δήμων Τεγέας και Φαλάνθου ζητούν «όπως μη ψηφισθή η μετά της Αιγύπτου σύμβασις ως καταστρεπτικώτατη διά την επαρχίαν των».
Είναι προφανές ότι οι βουλευτές της περιοχής δεν μπορούν να αγνοήσουν τις αντιδράσεις των κατοίκων.
Το νομοσχέδιο κυριάρχησε σε δύο συνεδριάσεις, στις 6 και 7 Ιουνίου, στις οποίες υπήρξαν στιγμές εντάσεων και αντιπαραθέσεις ανάμεσα στον πρωθυπουργό και τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι βουλευτές των περιοχών της Πελοποννήσου όπου υπήρχαν μεγάλες καλλιέργειες χασίς, ξεπερνώντας κομματικές γραμμές, δήλωσαν όλοι αντίθετοι στο νομοσχέδιο. Κάποιοι απ’ αυτούς κατήγγειλαν ότι το νομοσχέδιο εξυπηρετούσε τα συμφέροντα των καπνοπαραγωγών, οι οποίοι θα συνέχιζαν να κάνουν εξαγωγές στην Αίγυπτο, ενώ αξιοσημείωτο και πολύ… επίκαιρο ήταν το επιχείρημα ενός βουλευτή Γορτυνίας (Π. Αλεξάκης) ότι καλλιεργητές χασίς εξέταζαν τη μεταφορά των καλλιεργειών τους στη Βουλγαρία…
Από την άλλη πλευρά, οι βουλευτές καπνοπαραγωγών επαρχιών υπερθεμάτιζαν για τη φορολόγηση του χασίς. Σε αυτές τις συζητήσεις ο υπουργός Οικονομικών Α. Σιμόπουλος θα επισημάνει, προφητικά, ότι «και μετά τον φόρον η καλλιέργεια του χασίς δεν θα ελαττωθή διότι η εξαγωγή του θα εξακολουθήση εις Ευρώπην όπως άλλωστε και σήμερον πωλείται».
«Κατά το έτος 1911 η παραγωγή του χασίς το 1911 έφτασε στους 17.750 τόνους, με το μεγαλύτερο μέρος να παράγεται στην Πελοπόννησο»
Πραγματικά, όπως προκύπτει από τα στατιστικά στοιχεία της γεωργικής παραγωγής «παλαιάς Ελλάδος κατά τα έτη 1911, 1914 και 1915» (υπουργείο Εθνικής Οικονομίας/Διεύθυνση Στατιστικής), η ολική παραγωγή του χασίς το 1911 έφτασε στους 17.750 τόνους, με το μεγαλύτερο μέρος να παράγεται στην Πελοπόννησο.
Την ίδια χρονιά (1911) οι εξαγωγές του χασίς ήταν μόλις 150 οκάδες (περίπου 2 τόνοι) αξίας 2.250 χρυσών δραχμών.
Ολη η ποσότητα είχε εξαχθεί από τον Πειραιά στη Γαλλία.
Σημαντικές παρέμεναν οι εξαγωγές υφασμάτων «εκ λίνου και καννάβεως», οι οποίες το 1911 έφτασαν στις 600 οκάδες (περίπου 7,5 τόνοι) και των «χονδρών ειδών εκ καννάβεως», που ανήλθαν σε 6.650 οκάδες (περίπου 85 τόνοι) αξίας 2.660 χρυσών δραχμών.
Σε ό,τι αφορά τις περιοχές όπου καλλιεργούνταν η ινδική κάνναβη, από τη στατιστική της γεωργικής παραγωγής φαίνεται ότι οι περισσότερες καλλιέργειες υπήρχαν στην Πελοπόννησο και ανέρχονταν σε 18.863 στρέμματα, τα οποία μοιράζονται ως εξής:
Αργολίδα και Κορινθία: 2.289 στρέμματα, που αντιστοιχούν στο 12,13% των καλλιεργήσιμων εκτάσεων της περιοχής. Απ’ αυτά στο Αργος υπήρχαν 161 στρέμμ. και στην Κόρινθο 2.128 στρέμμ.
Αρκαδία: 16.508 στρέμματα, που αντιστοιχούσαν στο 87,52% των καλλιεργήσιμων εκτάσεων. Σχεδόν όλα βρίσκονταν στη Μαντίνεια και μόλις 13 στρέμματα στη Γορτυνία.
Η ολική αξία της παραγωγής υπολογιζόταν σε 535.134 δραχμές, ενώ τα αντίστοιχα έσοδα από τις ελιές ήταν μόλις 86.100 δραχμές…
Μικρότερες καλλιέργειες υπήρχαν στη Θεσσαλία (108 στρέμματα), μοιρασμένα σε Λάρισα (40), Τρίκαλα (912), Καλαμπάκα (1) και Καρδίτσα (55), στη Στερεά Ελλάδα και Εύβοια (51 στρέμματα) και στα Ιόνια νησιά (44 στρέμματα).
Από το 1914 εντάσσονται στις στατιστικές και οι «νέες επαρχίες» (Μακεδονία, Ηπειρος, Νησιά Αιγαίου και Κρήτη) και φαίνεται ότι 490 στρέμματα καλλιεργούνταν στη Μακεδονία και 28 στρέμματα στην Ηπειρο.
Ο νόμος Βενιζέλου «περί απαγορεύσεως της καλλιέργειας, της εμπορίας και της καταναλώσεως της ινδικής καννάβεως»
Το 1920 η κυβέρνηση Ελευθέριου Βενιζέλου προωθεί τον νόμο 2107 (ΦΕΚ 62/14.3.1920) «περί απαγορεύσεως της καλλιέργειας, της εμπορίας και της καταναλώσεως της ινδικής καννάβεως (χασίς)», που όριζε ότι η απαγόρευση θα άρχιζε από την 1η Ιανουαρίου 1921.
Ομως, το 1924 συντάσσεται ο νόμος 3070 της 24/31 Μαρτίου, που τροποποιούσε τον προηγούμενο νόμο και μετέθετε την έναρξη της απαγόρευσης από την 1η Ιανουαρίου 1921 στην 1η Ιανουαρίου 1926. Δύο μήνες πριν αρχίσει η απαγόρευση, επέρχεται νέα αλλαγή. Με νομοθετικό διάταγμα της 7/20 Νοεμβρίου 1925 ορίζεται νέα ημερομηνία απαγόρευσης η 1η Ιανουαρίου 1936!
Άλλα δέκα χρόνια παράταση. Άλλα δέκα χρόνια φορολόγησης των αγροτών παραγωγών χασίς, άλλα δέκα χρόνια επιβολής χρηματικών εγγυήσεων στους λαθρεμπόρους του χασίς, αλλά δέκα χρόνια είσπραξης εσόδων. Ωστόσο, αυτές οι παλινωδίες θα έχουν αρνητικό αποτέλεσμα καθώς από το 1923 μέχρι και το 1925 δεν καταγράφεται καμία εξαγωγή. Αντίθετα, γίνονται εισαγωγές μεγάλων ποσοτήτων ακατέργαστης κάνναβης, προφανώς για χρήση στην αναπτυσσόμενη κλωστοϋφαντουργία.
Τελικά, το 1932 κατεβαίνει… αυλαία στη νόμιμη καλλιέργεια ινδικής κάνναβης, παραγωγή και εξαγωγή χασίς με τον νόμο 5539 της 15/23 Ιουνίου 1932 «Περί μονοπωλίου των ναρκωτικών φαρμάκων και του ελέγχου αυτών». Εκεί καθορίζονται ποια είναι τα ναρκωτικά, των οποίων η εισαγωγή και η πώληση «είναι αποκλειστικόν δικαίωμα του Κράτους», ενώ τίθεται ρητά η απαγόρευση καλλιέργειας και κατοχής της ινδικής κάνναβης.
Οι πόλεμοι του οπίου και ο ρόλος των Άγγλων
Η εμπορία ναρκωτικών ήταν ανέκαθεν «χρυσοφόρα» και γι’ αυτό βρισκόταν στο επίκεντρο της προσοχής των μεγάλων αποικιοκρατικών δυνάμεων του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα, όπως η Αγγλία.
Ενδεικτικό του οικονομικού ενδιαφέροντος είναι ότι η Αγγλία έκανε δύο μεγάλους πολέμους εναντίον της Κίνας (1839-1842 και 1856-1860), που ονομάστηκαν «πόλεμοι του οπίου», με βασικό στόχο να πετύχει την ελεύθερη εισαγωγή οπίου στη μεγάλη αγορά του Πεκίνου από την αποικία της, την Ινδία.
Με το τέλος και του «δεύτερου πολέμου του οπίου», οι Αγγλοι έλεγξαν πλήρως την αγορά της Ασίας και της Αιγύπτου αποκλείοντας από εκεί άλλες χώρες με σημαντική παραγωγή ινδικής κάνναβης, όπως η Ελλάδα.
Ετσι, όπως αναφέρεται σε έκθεση του δημάρχου Ορχομενού της Μαντίνειας (βλ. παραπάνω, περιοδικό «Ελληνική Γεωργία», Μάρτιος 1887), μετά την απαγόρευση της εισαγωγής και χρήσης του χασίς στην Αίγυπτο και στην Ασία, μειώθηκε η καλλιέργειά του σε Τρίπολη και Αργος, «ένθα άλλοτε παρήγετο μέγα ποσόν».
1906: Περιοριστικές διατάξεις στην εξαγωγή χασίς στην Αίγυπτο κατ’ απαίτηση των Αγγλων
Αργότερα, θα αποκαλυφθεί στη Βουλή ότι οι περιοριστικές διατάξεις στην εξαγωγή χασίς στην Αίγυπτο τέθηκαν από την αιγυπτιακή κυβέρνηση κατ’ απαίτηση των Αγγλων! Αυτό έγινε το 1906, με το νομοσχέδιο που προώθησε προς ψήφιση η κυβέρνηση Γ. Θεοτόκη και επέβαλε φορολογία στην καλλιέργεια του χασίς σε συνδυασμό με την απαγόρευση των εξαγωγών στην Αίγυπτο.
Από την πρώτη στιγμή ξεκαθαρίστηκε ότι η κύρωση του συγκεκριμένου νομοσχεδίου αποτελούσε προϋπόθεση για την υπογραφή της ελληνο-αιγυπτιακής σύμβασης. Μάλιστα, ο πρωθυπουργός δήλωσε πως «αν δεν επιψηφισθή η φορολογία επί της Ινδικής καννάβεως η Ελληνο-Αιγυπτιακή σύμβασις δεν δύναται να συζητηθή». Ωστόσο, ένας βουλευτής (Ιωάννης. Μπακόπουλος), αφού υπενθύμισε ότι «η Αγγλία διεξήγαγεν αιματηρότατο πόλεμο διά την εισαγωγή του χασίς στην Κίνα», αποκάλυψε πως «η φορολογία αύτη επιβάλλεται διότι η κυβέρνησις ήκουσε τας περί τούτου εισηγήσεις αντιπροσώπου ξένης δυνάμεως προς ην ήθελε να φανή ευάρεστος».
Ο πρωθυπουργός το επιβεβαιώνει λέγοντας τα εξής: ❝Επειδή προεκλήθημεν να δηλώσωμεν πόθεν επείσθημεν υποβάλλοντες την φορολογίαν, δηλούμε ότι υπάρχει έγγραφον της αγγλικής κυβερνήσεως ότι τότε μόνον θα υπογραφή η ανανέωσις της [ελληνο-αιγυπτιακής] συμβάσεως, όταν θα υποσχεθώμεν ότι θα συντάξωμεν νομοσχέδιο φορολογίας συμφώνως προς τους όρους της αιγυπτιακής κυβερνήσεως❞.
Ο ίδιος βουλευτής θα εξηγήσει ότι «η Αγγλία επιζητεί την απαγόρευσιν της εξ Ελλάδος εισαγωγής του χασίς [στην Αίγυπτο], όπως εξασφαλίση ταύτην εξ Ινδιών». Το σχέδιο των Αγγλων θα ολοκληρωθεί τη δεκαετία του 1920, οπότε έχουν σταματήσει οι ελληνικές εξαγωγές παραγώγων κάνναβης και γίνονται μεγάλες εισαγωγές ακατέργαστης κάνναβης, κυρίως για τα κλωστοϋφαντουργεία.
Λεπτομέρεια: Οι περισσότερες εισαγωγές γίνονται από την Ινδία…
*Η κεντρική φωτογραφία του άρθρου προέρχεται από τη σελίδα Το Μουσείο Της Κάνναβης