Κάνναβη, η ετυμολογία της λέξης

κάνναβη η [kánavi]: γένος αγγειόσπερμων, δικοτυλήδονων, μονοετών φυτών. α. ινδική ~, το φυτό από το οποίο παράγεται το χασίς. β. ~ η ήμερη, καννάβι.

[λόγ. < αρχ. κάνναβ(ις) -η]

Κάνναβη ονομάζουμε ένα γένος, μια ομάδα φυτών. Στην ομάδα αυτή των φυτών, διαχωρίζουμε συχνά τρία είδη, αν και πολλοί εντάσουν στην ίδια κατηγορία την sativa και την ruderalis:

  • Κάνναβη η ήμερη (Cannabis sativa), η κάνναβη που καλλιεργείται.
  • Ινδική κάνναβη (Cannabis indica), η κάνναβη που προέρχεται από την Ινδία, και
  • Cannabis ruderalis, η αυτοφυής ποικιλία του φυτού που έχει ασιατική προέλευση.

Το φυτό της κάνναβης περιέχει 483 χημικά συστατικά. Ένα μόνο από αυτά, η τετραϋδροκανναβινόλη (γνωστή και ως THC) είναι ουσία ψυχοτρόπη.

Η κάνναβη, συχνά, διαχωρίζεται και με βάση την περιεκτικότητά της σε αυτή την ουσία.

Η Ετυμολογία της λέξης “Κάνναβη”

Η λέξη προέρχεται από την ελληνική λέξη κάνναβις που με τη σειρά της έχει τις ρίζες της στη Σκυθική και Θρακική γλώσσα.

Συγγενεύει με την Περσική λέξη kanab, και το αγγλικό canvas.

Η λέξη χρησιμοποιείται και στα μοντέρνα εβραϊκά, αλλά υπάρχουν κι αυτοί που υποστηρίζουν τη θεωρία ότι προέρχεται από την αρχαιότητα όπου ως קני בושם q’nei bosem αναφέρονταν σε ένα μείγμα λαδιού επάλειψης που χρησιμοποιούνταν σε ιερές τελετές.

Στην αρχαία ακαδική η λέξη qunnabtu και στα νεο-ασσυριακά και τα νεο-βαβυλωνικά η λέξη qunnabu αναφέρονταν σε ένα φυτό και σήμαινε “ένας τρόπος να παράξεις καπνό».

Στην πρώιμη Σουμεριακή γλώσσα χρησιμοποιούνταν η λέξη kanubi, που σημαίνει «κάννα των δύο», καλάμι δηλαδή των δύο φύλλων, πιθανά λόγω του ότι η Κάνναβη έχει αρσενικά και θηλυκά φυτά.

Η κάνναβη, είναι γνωστή και ως μαριχουάνα και γκάντζα (από το Σανσκριτικό gañjā, που σημαίνει «κάνναβη»), όταν αναφερόμαστε σε παρασκευάσματα του φυτού Κάνναβη που προορίζονται για ψυχοδραστική χρήση.

Συναφείς λέξεις:

κανναβένιος -α -ο [kanavénos]: καννάβινος. [καννάβ(ι) -ένιος]

καννάβι το [kanávi]: 1. ποικιλία του φυτού κάνναβη. 2. κλωστική ίνα πολύ ανθεκτική, που προέρχεται από τους βλαστούς του παραπάνω φυτού. || ίνες που χρησιμεύουν για τη στεγανοποίηση των συνδέσεων μεταλλικών σωλήνων.

[μσν. καννάβι(ν) < ελνστ. καννάβιον υποκορ. του αρχ. κάνναβις]

καννάβινος -η -ο [kanávinos]: που είναι κατασκευασμένος από ίνες κάνναβης· κανναβίσιος: Kαννάβινο σκοινί.

[λόγ. < ελνστ. καννάβινος]

κανναβίσιος -α -ο [kanavísxos]: που είναι κατασκευασμένος από ίνες κάνναβης· καννάβινος. [καννάβ(ι) -ίσιος]

κανναβόπανο το [kanavópano]: κανναβάτσο.

[καννάβ(ι) -ο- + παν(ί) -ο]

κάνναβος ο [kánavos]: (αρχιτ.) χωρισμός μιας επιφάνειας για σχεδίαση, σε κανονικά τετράγωνα.

[λόγ. < ελνστ. κάνναβος, κάναβος, αρχ. σημ.: `σκίτσο ανθρώπινου σώματος΄]

κανναβούρι το [kanavúri]: ο σπόρος του φυτού κάνναβη, που χρησιμοποιείται ως τροφή ωδικών πτηνών που ζουν σε κλουβί. || (λαϊκ.) χασίς.

[μσν. κανναβούριν < αρχ. κάνναβ(ις) -ούρι(ον)]

κανναβουριά η [kanavurjá] : (λαϊκ.) το φυτό ινδική κάνναβη.

[κανναβούρ(ι) -ιά]

κάννη η [káni]: χαλύβδινος σωλήνας πυροβόλου όπλου, μέσα από τον οποίο περνά και εξακοντίζεται το βλήμα: Kαραμπίνα με μία ~ / με δύο κάννες, μονόκαννη / δίκαννη. Πυροβόλο με δύο / με τέσσερις κάννες. Όπλο με μακριά / κοντή ~. Πρότεινε την ~ του όπλου στον αντίπαλό του. Tου ακούμπησε την κρύα ~ στον κρόταφο.

[λόγ. < ελνστ. κάννη, κάννα `καλάμι΄, αρχ. σημ.: `ψάθα΄ (σημιτ. προέλ.) σημδ. ιταλ. canna (< λατ. canna < ελνστ. κάννα)]

Πηγές:

Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα The International Plant Names Index cannabis» OED Online. July 2009. Oxford University Press. 2009. [1] Online Etymology Dictionary». Etymonline.com. Retrieved 17 February 2011. Judaism and the Legalization of Marijuana?». Algemeiner.com. Is there a place in religious life for marijuana? Ask Yoseph Needelman – Religion». Jewish Journal. Reinhard K. Sprenger (2004). Die Entscheidung liegt bei dir!: Wege aus der alltäglichen Unzufriedenheit. Campus Verlag. p. 305. ISBN 3-593-37442-0.

Rubin, Vera D. (1975). Cannabis and culture. The Hague: Mouton. p. 305. ISBN 90-279-7669-4.

Black, Jeremy; George, Andrew; Nicholas, Postgate, eds. (1999). A Concise Dictionary of Akkadian. SANTAG. 5 (2 ed.). Wiesbaden: Harrassowitz Verlag. ISBN 9783447042642.