«Οι εμβολιασμένοι πάσχοντες από «διαταραχές σχετιζόμενες με τη χρήση ουσιών», παρουσιάζουν μεγαλύτερη πιθανότητα μόλυνσης από τον Covid 19 έναντι των εμβολιασμένων που δεν πάσχουν από σχετικές διαταραχές». Αυτό είναι το συμπέρασμα πρόσφατης Αμερικανικής έρευνας που αναπαράγεται τις τελευταίες ημέρες σωρηδόν και από αρκετά ελληνικά μέσα ενημέρωσης.
Ποιούς όμως αφορούν άμεσα τα συμπεράσματα της έρευνας αυτής; Όλους άραγε τους χρήστες κάνναβης ή κάποιους; Και ποιές είναι αυτές οι διαβόητες «διαταραχές» που είναι «σχετιζόμενες με τη χρήση κάνναβης»;
[Του Αποστόλη Καπαρουδάκη, απο το You May Say…]
Οι ερευνητές των Εθνικών Ινστιτούτων Υγείας των ΗΠΑ και του Πανεπιστημίου Case Western Reserve του Κλίβελαντ (Οχάιο), οι οποίοι έκαναν τη δημοσίευση της επίμαχης έρευνας στο διεθνές περιοδικό Ψυχιατρικής «World Psychiatry», εφιστούν την προσοχή στο ότι «οι χρήστες παράνομων ουσιών που θα νοσήσουν, έχουν αυξημένη πιθανότητα σε σχέση με τους μη χρήστες, να νοσηλευτούν ή ακόμη και να πεθάνουν από τις επιπλοκές της νόσου».
Ας δούμε πρώτα αναλυτικά τα στοιχεία της νέας αυτής επιστημονικής έρευνας κι έπειτα ας προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε ποιους ακριβώς αφορούν:
Οι ερευνητές, ανέλυσαν στοιχεία για σχεδόν 580.000 ανθρώπους, εκ των οποίων οι 30.183 είχαν διαγνωστεί με διαταραχές χρήσης ουσιών. Όλοι είχαν πλήρως εμβολιαστεί μεταξύ Δεκεμβρίου 2020-Αυγούστου 2021 και δεν είχαν μολυνθεί από κορονοϊό πριν τον εμβολιασμό τους.
Εξαίρεση φαίνεται να αποτελούν εμβολιασμένοι με «διαταραχή χρήσης κάνναβης», οι οποίοι εκτιμάται ότι έχουν 55% μεγαλύτερη πιθανότητα λοίμωξης Covid-19, παρ’ όλο που συνήθως είναι νεότερης ηλικίας και χωρίς υποκείμενα νοσήματα
Μία πιθανή εξήγηση, κατά τους επιστήμονες, είναι ότι η κάνναβη έχει αρνητικές επιπτώσεις στη λειτουργία των πνευμόνων, αυξάνοντας έτσι την πιθανότητα νόσησης από τον κορονοϊό παρά τον εμβολιασμό.
Τα ευρήματα δείχνουν ότι οι εμβολιασμένοι με διαταραχές χρήσης ουσιών έχουν γενικά μικρό κίνδυνο να εμφανίσουν λοίμωξη Covid-19, απ’ ότι οι ανεμβολίαστοι…
«…κάτι που δείχνει την αποτελεσματικότητα και την ανάγκη πλήρους εμβολιασμού και αυτής της ομάδας του πληθυσμού. Όμως, η εν λόγω πληθυσμιακή ομάδα παραμένει ευάλωτη ακόμη και μετά τον εμβολιασμό, γι’ αυτό είναι σημαντικό οι εμβολιασμένοι ασθενείς με τέτοιες διαταραχές να συνεχίσουν να παίρνουν μέτρα προφύλαξης από μία πιθανή λοίμωξη», ανέφεραν οι ερευνητές.
Ο αριθμός των «εξαρτημένων από την κάνναβη» – Η «Ελληνική περίπτωση»
Καταρχάς, η λογική προτάσσει οι χρήστες πάσης φύσης παράνομων ουσιών να προστατεύουν τον εαυτό τους μιας και λόγω και του ανεξέλεγκτου της ποιότητας και της σύνθεσης των ουσιών αυτών -«ανεξέλεγκτου» που οφείλεται στην παρανομία που τις συνοδεύει και κάνει ανύπαρκτο τον οποιοδήποτε ποιοτικό τους έλεγχο- οι κίνδυνοι για αυτούς είναι αυξημένοι. Ιδιαίτερα την εποχή της πανδημίας του COVID, τα αυξημένα μέτρα προφύλαξης είναι αναγκαία.
Όμως, όταν μιλάμε για «εξαρτημένους από την κάνναβη», από εξαρτημένους δηλαδή από μια ουσία που προκαλεί μόνο ψυχικής φύσης εξάρτηση, τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα…
Στην Ελλάδα, όπου τα τελευταία χρόνια υπάρχουν αναφορές για αύξηση του αριθμού των πολιτών που προσφεύγουν στις αρμόδιες υπηρεσίες δηλώνοντας την επιθυμία τους να απεξαρτηθούν από την κάνναβη, τα πράγματα δεν είναι και τόσο ξεκάθαρα. Για παράδειγμα δεν γνωρίζουμε ποιό είναι το νούμερο αυτών που ζητούν βοήθεια ώστε να απεξαρτηθούν ενώ κάνουν μόνο χρήση κάνναβης (χωρίς να κάνουν παράλληλη χρήση και άλλων εξαρτησιογόνων ουσιών).
Σύμφωνα με τα απολογιστικά στοιχεία του ΚΕΘΕΑ για το 2020 το 42,8% όσων ζητούν βοήθεια για να απεξαρτηθούν δηλώνει ως κύρια ουσία εξάρτησης την ηρωίνη, το 33,6% την κάνναβη, και το 17,8% το 2020 την κοκαΐνη».
Γνωρίζουμε όμως ότι, λόγω και του ελληνικού νομικού πλαισίου που θεωρητικά «βοηθάει το χρήστη και επιτίθεται στον έμπορο», είναι αρκετοί αυτοί που συλλαμβάνονται με μικροποσότητες του φυτού και επιλέγουν να δηλώσουν «εξαρτημένοι χρήστες» ώστε να τύχουν της εύνοιας του δικαστηρίου. Σε αυτή όμως την περίπτωση θα πρέπει και «να απεξαρτηθούν», οπότε αναγκαστικά προστρέχουν στα σχετικά θεραπευτικά προγράμματα όπου και καταγράφονται ως «εξαρτημένοι από την κάνναβη» ανεβάζοντας τα σχετικά νούμερα.
Ποιές ορίζονται ως «διαταραχές σχετιζόμενες με τη χρήση κάνναβης»
Πότε όμως μπορούμε να μιλάμε για «διαταραχές σχετιζόμενες με τη χρήση κάνναβης» ώστε να γνωρίζουμε και ποιούς αφορούν άμεσα τα αποτελέσματα της αμερικανικής έρευνας;
Μεταξύ άλλων διαταραχών κατάχρησης ουσιών, η Διαταραχή Χρήσης Κάνναβης (CUD – Cannabis Use Disorder) κατατάσσεται στο Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders – Fifth Edition (DSM-5) της Αμερικανικής ψυχιατρικής Ένωσης (DSM-5) χρησιμοποιώντας μια σειρά κριτηρίων που καθορίζουν τα πρότυπα συμπεριφοράς του χρήστη. Αυτά τα κριτήρια είναι:
- Η κάνναβη λαμβάνεται συχνά σε μεγαλύτερες ποσότητες ή για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από αυτό που ο χρήστης της θα επιθυμούσε
- Υπάρχει μια επίμονη επιθυμία ή ανεπιτυχείς προσπάθειες για τη μείωση ή τον έλεγχο της χρήσης κάνναβης
- Αφιερώνεται πολύς χρόνος σε δραστηριότητες που είναι απαραίτητες για την απόκτηση κάνναβης, τη χρήση κάνναβης ή «την ανάρρωση», την ανάκτηση, από τις επιπτώσεις της χρήσης της
- Υπάρχει λαχτάρα ή έντονη επιθυμία για χρήση κάνναβης
- Η επαναλαμβανόμενη χρήση κάνναβης έχει ως αποτέλεσμα την μη εκπλήρωση των υποχρεώσεων του χρήστη της στη δουλειά, το σχολείο ή το σπίτι
- Υπάρχει συνεχιζόμενη χρήση κάνναβης παρά τα συνεχή ή επαναλαμβανόμενα κοινωνικά ή διαπροσωπικά προβλήματα που προκαλούνται ή επιδεινώνονται από τις επιδράσεις της
- Οι σημαντικές κοινωνικές, επαγγελματικές ή ψυχαγωγικές δραστηριότητες εγκαταλείπονται ή μειώνονται λόγω χρήσης της κάνναβης
- Γίνεται επαναλαμβανόμενη χρήση κάνναβης σε καταστάσεις στις οποίες αυτή αποδεικνύεται σωματικά επικίνδυνη
- Η χρήση κάνναβης συνεχίζεται παρά τη γνώση ότι υπάρχει επίμονο ή επαναλαμβανόμενο σωματικό ή ψυχολογικό πρόβλημα που πιθανόν να έχει προκληθεί ή έχει επιδεινωθεί από την κάνναβη.
- Υπάρχει ανοχή, όπως ορίζεται είτε από: (1) ανάγκη για σημαντικά αυξημένη ποσότητα κάνναβης για να επιτευχθεί μέθη ή το όποιο επιθυμητό αποτέλεσμα ή (2) υπάρχει αξιοσημείωτα μειωμένο αποτέλεσμα με συνεχή χρήση της ίδιας ποσότητας ουσίας.
- Υπάρχει «απόσυρση», όπως εκδηλώνεται είτε με (1) το χαρακτηριστικό σύνδρομο στέρησης για την κάνναβη είτε με (2) κάνναβη που λαμβάνεται για να ανακουφίσει ή να αποφύγει τα συμπτώματα στέρησης.
Έτσι, η Διαταραχή Χρήσης Κάνναβης (CUD) ορίζεται ως «ήπια» εάν υπάρχουν δύο έως τρία από τα παραπάνω συμπτώματα, «μέτρια» εάν συνυπάρχουν τέσσερα έως πέντε συμπτώματα και «σοβαρή» εάν υπάρχουν έξι ή περισσότερα συμπτώματα.
Σύμφωνα με το NIDA (To Αμερικανικό Εθνικό Ινστιτούτο για τα Ναρκωτικά) το 2015 περίπου 4 εκατομμύρια άνθρωποι στις Ηνωμένες Πολιτείες πληρούσαν τα παραπάνω κριτήρια για τη «διαταραχή χρήσης κάνναβης»
Όμως στην Αμερική
- Το 50% του πληθυσμού δηλώνει ότι έχει δοκιμάσει κάνναβη τουλάχιστον μια φορά στη ζωή του
- 55 εκατομμύρια άνθρωποι δηλώνουν ότι «χρησιμοποιούν κάνναβη», απαντώντας ότι έχουν κάνει χρήση μία ή δυο φορές τον τελευταίο χρόνο, και
- 35 εκατομμύρια άνθρωποι δηλώνουν ότι κάνουν «τακτική χρήση κάνναβης», απαντώντας στις σχετικές έρευνες θετικά στην ερώτηση «κάνετε χρήση κάνναβης τουλάχιστον μια φορά το μήνα;»
Τα παραπάνω χρήσιμα νούμερα θα πρέπει κανείς να τα μελετήσει αρκετά πριν αποπειραθεί να κάνει συσχετισμούς με την Ελληνική πραγματικότητα.
Μια πρώτη προσέγγιση όμως, δείχνει ότι ποσοστό πολύ μικρότερο του 10% των εν γένει «χρηστών κάνναβης» εμφανίζει «διαταραχή χρήσης κάνναβης». Αυτό λοιπόν το 10% είναι αυτό στο οποίο κρούουν τον κώδωνα οι Αμερικανοί επιστήμονες, μια και οφείλει να είναι ακόμη πιο προσεκτικό της περίοδο της πανδημίας του COVID 19, και φυσικά να λαμβάνει τα δυνατόν καλύτερα μέτρα προφύλαξης.
Πηγές: