Συνέντευξη του Προέδρου του Οργανισμού Καταπολέμησης Ναρκωτικών κ. Ευάγγελου Καφετζόπουλου στο CannabisNewsGr
Toυ Αποστόλη Καπαρουδάκη
– Πρόσφατα άνοιξε ο δρόμος για την αντιμετώπιση ενός “διάσημου ναρκωτικού”, της κάνναβης, ως φαρμάκου. Πρόκειται για μια εξέλιξη που σας ανησυχεί ή σας χαροποιεί;
Υπάρχουν αρκετά φάρμακα σήμερα, περιλαμβανομένων των οπιούχων, των βαρβιτουρικών, των βενζοδιαζεπινών και των αμφεταμινών, που ενώ είναι εξαρτησιογόνα, η ορθή συνταγογράφηση και χρήση τους δεν ενέχει τον κίνδυνο της εξάρτησης, ενώ είναι πολύτιμα και αναντικατάστατα για την αντιμετώπιση σοβαρών προβλημάτων υγείας. Κάποια από αυτά τα φάρμακα συνταγογραφούνται ακόμη και σε παιδιά.
Η λογική της χρήσης των παραγώγων της κάνναβης είναι ακριβώς η ίδια. Υπάρχουν άτομα που πάσχουν από σοβαρές ασθένειες, όπως η σκλήρυνση κατά πλάκας ή ο καρκίνος, που μπορούν να ωφεληθούν από αυτά τα φάρμακα. Η σωστή και ελεγχόμενη συνταγογράφησή τους και η χρήση τους σύμφωνα πάντα με τις ενδείξεις για τις οποίες θα χορηγούνται δεν έχει σοβαρούς κινδύνους ανεξέλεγκτης χρήσης. Εξάλλου η κάνναβη δεν προκαλεί σωματική εξάρτηση, ενώ η χρήση της περιλαμβάνει ένα συγκεκριμένο «τελετουργικό» καπνίσματος, που είναι δύσκολο να υποκατασταθεί με χάπια ή άλλες φαρμακευτικές μορφές.
Υπάρχουν πολλοί που πιστεύουν ότι εάν συνεχίσει η κάνναβη νομικά να αντιμετωπίζεται ως επικίνδυνο «ναρκωτικό» ενώ ταυτόχρονα χρησιμοποιείται για τις ιαματικές της ιδιότητες, θα βρεθούμε σε ένα σχήμα οξύμωρο, θα ενισχυθεί η άποψη αυτών που πιστεύουν ότι δεν είναι επικίνδυνη με πιθανό αποτέλεσμα της αύξηση της χρήσης της.
Πρόκειται μάλλον για μια παράδοξη λογική, που δεν λαμβάνει υπόψη της το γεγονός ότι κάθε φάρμακο είναι επικίνδυνο αν δεν χρησιμοποιηθεί όπως και όπου πρέπει. Από την άλλη μεριά και η μορφίνη είναι ένα χρήσιμο φάρμακο, κανείς όμως δεν χρησιμοποιεί την ιατρική της χρήση για να τη χαρακτηρίσει ακίνδυνη και να δικαιολογήσει την ψυχαγωγική της χρήση.
Η θωράκιση της κοινωνίας μας απέναντι στα ναρκωτικά δεν θα είναι ποτέ αποτελεσματική αν στηριχτεί μόνο στην απαγόρευση και δεν προσφέρει ευκαιρίες ικανοποίησης και ευχαρίστησης που στηρίζονται στην επίτευξη στόχων και σκοπών και όχι στην πρόσκαιρη ευχαρίστηση και ευφορία που δίνουν οι ουσίες.
– Αν έχουμε έναν “εθισμένο” τηλεθεατή ο οποίος παρακολουθεί τηλεόραση 6 ώρες την ημέρα κι έναν εξαρτημένο από “τα ναρκωτικά” άνθρωπο, οφείλουμε ως κοινωνία να ανησυχούμε το ίδιο και για τους δύο;
Όλες οι εξαρτησιογόνες ουσίες κι όλες οι συμπεριφορές που θα τις λέγαμε εξαρτητικές, έχουν έναν κοινό παρονομαστή: προκαλούν ευχαρίστηση. Αυτός που παίρνει ηρωίνη κι αυτός που που ξενυχτά στο διαδίκτυο ή σε ένα video–game, έχουν κάτι κοινό: «τη βρίσκουν» μ’ αυτό που κάνουν. Αισθάνονται τέτοια ευφορία, που θέλουν να το κάνουν και να το ξανακάνουν.
Θα επιμείνω λοιπόν σ’ αυτό που είπα προηγουμένως. Αν ένα άτομο δεν μπορεί να βρει την ευχαρίστηση και την ικανοποίηση στην ίδια τη ζωή, σε στόχους και σκοπούς για τους οποίους δουλεύει υπομονετικά και ανταμείβεται από την επίτευξή τους, κινδυνεύει να «μάθει» να ανταμείβεται, να αισθάνεται ευχαρίστηση, από ουσίες και συμπεριφορές που προκαλούν άμεση ευχαρίστηση, άμεση ανταμοιβή.
Διαβάστε επίσης στο ΤVXS τις απαντήσεις του Πρόεδρου του ΟΚΑΝΑ για την κατάσταση που βιώνουν οι εξαρτημένοι στη χώρα μας σήμερα και τα βήματα στα οποία είναι αναγκαίο να προχωρήσει άμεσα η Πολιτεία…
Όσοι έχουν ασχοληθεί με εξαρτημένα άτομα ένα από τα πρώτα πράγματα που παρατηρούν είναι ότι αυτά τα άτομα ζουν για το τώρα, για τη στιγμή, δεν έχουν αξίες, στόχους και σκοπούς στη ζωή τους. Δεν τους ενδιαφέρει το αύριο. Δείχνουν μια παρορμητική συμπεριφορά αναζήτησης της ουσίας χωρίς να αναλογίζονται τις μελλοντικές συνέπειες αυτής της συμπεριφοράς τους. Τα ίδια ακριβώς χαρακτηριστικά δείχνουν και άτομα εξαρτημένα από τυχερά παιχνίδια, από το διαδίκτυο, από τα δικτυακά παιχνίδια.
Υπάρχουν αρκετές θεωρίες για την ερμηνεία αυτής της συμπεριφοράς, τις περισσότερες φορές ωστόσο αυτό που βρίσκουμε είναι μια προβληματική παιδική ηλικία, με τον πατέρα συνήθως απόντα από την οικογένεια. Και αυτό δεν είναι τυχαίο, αν αναλογιστούμε ότι ο πατέρας είναι ο φορέας των “κοινωνικοποιητικών” αξιών στην οικογένεια, βάσει των οποίων τίθενται οι σκοποί και οι στόχοι της ζωής.
Άρα ως κοινωνία πρέπει να ανησυχούμε το ίδιο γι’ αυτές τις συμπεριφορές και να προασπίζουμε θεσμούς και αξίες που εγγυώνται την ομαλή και υγιή ανάπτυξη των παιδιών και των εφήβων μέσα σε ένα περιβάλλον ασφάλειας και φροντίδας, όπου η κοινωνικότητα, η αλληλεγγύη, η δημιουργικότητα, η επιμονή και η επιτυχία των στόχων θα αποτελούν τους βασικούς άξονες της ανάπτυξης της προσωπικότητας των νέων ανθρώπων.
– Πρόσφατα πραγματοποιήθηκε Ημερίδα του ΟΚΑΝΑ και του «Ιδρύματος Γληνού» με θέμα τα ναρκωτικά. Αφορμή της ήταν ένα κείμενο του Ανδρέα Γληνού που γράφτηκε το 1989 και κατέληγε στην ανάγκη της νομιμοποίησης της χρήσης ναρκωτικών, της νόμιμης χορήγησής τους με ιατρική επίβλεψη σ’ αυτούς που τα έχουν ανάγκη ως λύση στο πρόβλημα του εμπορίου των ναρκωτικών. Εμπορίου που κατά την άποψη του Γληνού οδηγεί εξ ορισμού στη μεγέθυνση του προβλήματος.
Ως επιστήμονας που ασχολείται πολλά χρόνια με το πρόβλημα της απεξάρτησης πόσο κοντά βρίσκεστε σε αυτήν την άποψη;
Αν επιθυμείτε να απαντήσω ως επιστήμονας, οφείλω να δηλώσω εξαρχής ότι το ερώτημα αυτό δεν είναι επιστημονικό. Η επιστήμη δεν μπορεί να νομιμοποιήσει καμία αξιολογική κρίση. Δεν ασχολείται με το «πρέπει» αλλά με το «είναι». Το τι πρέπει να κάνω μού το υπαγορεύει η συνείδησή μου, η αίσθηση του καθήκοντος και το κανονιστικό περιβάλλον μέσα στο οποίο ζω, που στη σύγχρονη κοινωνία καθορίζεται από το νομικό της πλαίσιο. Το ερώτημα λοιπόν είναι αν αυτό το νομικό πλαίσιο οφείλει να λαμβάνει υπόψη του τις επιστημονικές εξελίξεις ή αποτελεί ένα κοινωνικό συμβόλαιο που στηρίζεται περισσότερο σε ηθικές κρίσεις και λιγότερο σε επιστημονικές αλήθειες.
Οι αλήθειες στην επιστήμη, είναι πράγματα προσωρινά…
– Ο Ανδρέας Γληνός όμως επικαλέστηκε μια επιστημονική αλήθεια…
Βεβαίως, την επιστημονική “αλήθεια” ότι τα ναρκωτικά είναι από τις πιο ακίνδυνες ουσίες που υπάρχουν στη φύση, για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι «πρέπει» να νομιμοποιηθούν. Οι αλήθειες όμως στην επιστήμη είναι πράγματα προσωρινά. Οι θεωρίες έρχονται και παρέρχονται, τα δεδομένα πλουτίζουν, οι ερμηνείες αλλάζουν. Πώς ένας νομοθέτης θα στηριχτεί σε μια θεωρία, όταν γνωρίζει ότι αυτή μετά από πέντε ή δέκα χρόνια θα έχει ξεχαστεί, θα έχει αλλάξει, θα έχει αντικατασταθεί από μία καλύτερη και πληρέστερη;
– Ποιά είναι σήμερα λοιπόν η επιστημονική “αλήθεια” που έχει πλέον αλλάξει σε σχέση με τα ναρκωτικά;
Σήμερα δεν θεωρούμε τα ναρκωτικά ακίνδυνα, όπως πιστεύαμε την εποχή που ο Γληνός έγραφε το άρθρο του. Προκαλούν αλλοιώσεις στη δομή και τη λειτουργία του εγκεφάλου, συνήθως αναστρέψιμες, σε κάποιες περιπτώσεις όμως μόνιμες. Ακόμα και η κάνναβη, ένα «μαλακό» ναρκωτικό, κάτω από ειδικές συνθήκες, σε ορισμένα νεαρά άτομα μπορεί να προκαλέσει σοβαρά μη αναστρέψιμα ψυχιατρικά προβλήματα.
– Όμως και το αλκοόλ προκαλεί πολλά και σοβαρά προβλήματα και είναι νόμιμο…
Τι σημαίνει όμως αυτό; Σημαίνει ότι η νομιμότητα μιας ουσίας δεν εξαρτάται από τη φύση της, τις ιδιότητές της, τη δράση της, αυτά δηλαδή που μπορούν να περιγραφούν με επιστημονικούς όρους, αλλά από τη θέση της στο κοινωνικό μας συμβόλαιο και κατ’ επέκταση στο νομικό σύστημα που το κατοχυρώνει. Στο συντακτικό αυτού του κοινωνικού συμβολαίου περιλαμβάνονται καλές έννοιες όπως ατομικά δικαιώματα, αυτοδιάθεση, ελευθερία, αλλά και ύποπτες έννοιες όπως όφελος, αξία, κέρδος.
– Άρα το ερώτημα της νομιμοποίησης της χρήσης των ουσιών, δεν είναι λέτε ένα επιστημονικό ερώτημα…
Θα έλεγα ότι είναι απλώς ένα ερώτημα κοινής λογικής. Αν κάποιος θέλει να παίρνει ναρκωτικά, για οποιονδήποτε λόγο, γιατί να μην πηγαίνει σ’ ένα νοσοκομείο, να παίρνει τη δόση του, και να γλυτώνει την οικογένειά του και τον κόσμο ολόκληρο από τις επιπτώσεις της παράνομης διακίνησης, με τα υπερκέρδη, τη διαφθορά, την εγκληματικότητα και όλα τα άλλα κακά επακόλουθα;
Αν όμως ήμασταν τόσο απλόχεροι στην αυτοδιάθεση και το σεβασμό των δικαιωμάτων σε αυτήν, τι θα κάναμε αν κάποιοι ήθελαν να πάνε στο νοσοκομείο και να ζητήσουν ένα δηλητήριο να αυτοκτονήσουν; Ο γιατρός που θα συνταγογραφούσε την ηρωίνη, θα τους έδινε μια τριπλή δόση για να πεθάνουν;
– Αν το θέμα των ατομικών δικαιωμάτων δεν είναι επιστημονικό, είναι…
Το θέμα των ατομικών δικαιωμάτων και της αυτοδιάθεσης δεν είναι επιστημονικό αλλά ηθικό και κατ’ επέκταση κοινωνικό πρόβλημα. Και προφανώς δεν μπορεί να λυθεί μέσα στη σύγχρονη κοινωνία της ανισότητας και της ανελευθερίας.
Μια κοινωνία που δεν έχει λύσει το θέμα του δικαιώματος στην εργασία, στην ασφάλεια, στην εκπαίδευση ή την υγεία, στις πρωταρχικές ανάγκες της ζωής, δεν μπορεί με κανένα τρόπο να λύσει το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση, στην εξάρτηση, στο θάνατο. Ο Μαρξ πρώτος συνειδητοποίησε αυτόν τον παράδοξο χαρακτήρα των δικαιωμάτων.
Τα φυσικά ατομικά δικαιώματα εμφανίστηκαν κατά τη Γαλλική Επανάσταση ως σύμβολο της οικουμενικής χειραφέτησης, αλλά ήταν συγχρόνως ένα ισχυρό όπλο στα χέρια της ανερχόμενης καπιταλιστικής τάξης, καθώς διασφάλιζαν και “φυσικοποιούσαν” τις αναδυόμενες κυρίαρχες οικονομικές και κοινωνικές σχέσεις. Χρησιμοποιήθηκαν για να αποκλείσουν από την πολιτική αμφισβήτηση τους κεντρικούς θεσμούς του καπιταλισμού, όπως η ιδιοκτησία, το δίκαιο των συμβάσεων και η ασφάλεια, μεταφράζοντάς τους σε ατομικά δικαιώματα και δίνοντάς τους την καλύτερη δυνατή προστασία.
– Δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε λέτε το δικαίωμα στη χρήση των ουσιών από το «ατομικό» δικαίωμα στην ιδιοκτησία…
Είμαστε πολύ μακριά από μια κοινωνία που μπορεί να ξεχωρίσει (ή να ταυτίσει) το ατομικό δικαίωμα στη χρήση από το «ατομικό» δικαίωμα στην ιδιοκτησία. Γιατί το «δικαίωμα» στην κοινωνία μας είναι πολιτικός όρος και όχι ηθικός, με την έννοια του καθολικού. Κάποιοι πρέπει να το έχουν (το κληρονόμησαν, το πλήρωσαν, το αντάλλαξαν) και κάποιοι όχι. Κι όταν δεν πρέπει να το έχουν κινητοποιούνται οι κατασταλτικοί μηχανισμοί, οι αστυνόμοι και οι δικαστές, για να προστατεύσουν τα δικαιώματα αυτών που αποφασίζουν ποιοι πρέπει να έχουν τα δικαιώματα.
– Άρα κατά τη γνώμη σας είναι αδύνατη η νομιμοποίηση της χρήσης των ουσιών
Κάθε φορά που μου τίθεται αυτό το ερώτημα ψάχνω μέσα μου να βρω την καλύτερη απάντηση ως ελεύθερος άνθρωπος και πολίτης, ως επιστήμονας και, πρόσφατα, ως εκπρόσωπος ενός φορέα που πρέπει να χαράσσει πολιτική. Κι επειδή η πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού, θα έλεγα ότι η νομιμοποίηση της χρήσης των ουσιών είναι ανέφικτη στο ισχύον πολιτικό και νομικό πλαίσιο, ιδιαίτερα μέσα στο ασφυκτικό και κατασταλτικό πλαίσιο των διεθνών συμβάσεων και συμφωνιών. Η ομοληγημένη αποτυχία ωστόσο των κατασταλτικών πολιτικών για τον περιορισμό του προβλήματος των ναρκωτικών ανοίγει το δρόμο για εναλλακτικές προσεγγίσεις, όπως αυτή της αποποινικοποίησης της χρήσης ή της εφαρμογής αναλογικών ποινών που ήδη εφαρμόζονται στη χώρα μας.
Το αν αυτές οι μικρές αλλαγές μπορούν να οδηγήσουν μακροπρόθεσμα σε μια μεγαλύτερη φιλελευθεροποίηση της χρήσης των ναρκωτικών, με την έννοια της αυτοδιάθεσης που ανέφερα προηγουμένως, εξαρτάται από συναινέσεις και αλλαγές που απαιτούν ριζοσπαστικές κοινωνικές ανατροπές και που εκτιμώ ότι δεν διαφαίνονται στο άμεσο μέλλον.