Ενώ πρόσφατα η χώρα αποφάσισε να προχωρήσει στη νομιμοποίηση της φαρμακευτικής χρήσης της κάνναβης, στο παρασκήνιο ένας ολόκληρος κόσμος που εδώ και χρόνια βιοπορίζεται από την παράνομη καλλιέργεια και το εμπόριο του φυτού, συνεχίζει να ζει και να βασιλεύει.
Σύμφωνα με την πρόσφατη απόφαση της Γερουσίας της, η χώρα θα ενταχθεί σύντομα στο κλαμπ που ανήκουν οι «πολιτισμένοι γείτονές της»: η Χιλή, το Περού, η Αργεντινή, η Κολομβία και η Ουρουγουάη, εκεί όπου η χρήση της κάνναβης για ιατρικούς σκοπούς είναι νόμιμη. Στην προσπάθειά της όμως αυτή, «η συνήθεια χρόνων» και το οικονομικό βασίλειο που έχει χτίσει το παράνομο εμπόριο εδώ και δεκαετίες, δείχνει δύσκολο να κλονιστούν.
Η χώρα αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της απόλυτης αποτυχίας της απαγορευτικής πολιτικής που επιβλήθηκε στον πλανήτη από τον αμερικανικό «πόλεμο κατά των ναρκωτικών». Το πρόσφατο αφιέρωμα του Inside Crime για τα έργα και τις ημέρες του καρτέλ της χώρας, μας προσφέρει την πλέον γλαφυρή εικόνα.
Το 80% της κάνναβης που παράγεται στην Παραγουάη μεταφέρεται λαθραία στη Βραζιλία και τρία εκατομμύρια Βραζιλιάνοι χρησιμοποιούν τακτικά το ναρκωτικό σύμφωνα με την Εθνική Γραμματεία κατά των Ναρκωτικών της Παραγουάης (SENAD).
Παράλληλα, τρία εκατομμύρια Βραζιλιάνοι είναι χρήστες κάνναβης σύμφωνα με σχετική έρευνα του Ομοσπονδιακού Πανεπιστημίου του Σάο Πάολο, ενώ η αστυνομία της Βραζιλίας έκανε κατάσχεση 126 τόνων κάνναβης, το μεγαλύτερο μέρος της οποίας προέρχεται από την Παραγουάη. Σημειώνεται, ότι σε αντίθεση με την Κολομβία και την Ουρουγουάη, η καλλιέργεια κάνναβης είναι παράνομη τόσο στη Βραζιλία όσο και στην Παραγουάη.
Οι παράνομες φυτείες της Παραγουάης υπολογίζεται ότι καλύπτουν 70 χιλιάδες στρέμματα.
Οι εργαζόμενοι που δουλεύουν στις φυτείες αποκαλύπτουν ένα ευρύ σύστημα διαφθοράς, το οποίο διοικείται από την αστυνομία και άλλους επιφανείς αξιωματούχους.
Το Pedro Juan Caballero είναι μια μικρή πόλη της Παραγουάης, που βρίσκεται στα σύνορα με τη Βραζιλία και θεωρείται από πολλούς ως η πρωτεύουσα των ναρκωτικών της Λατινικής Αμερικής. Παρά το μικρό της μέγεθος φιλοξενεί τεράστιες εκτάσεις καλλιέργειας κάνναβης και θεωρείται ότι το προϊόν είναι εξαιρετικής ποιότητας, καθώς διαθέτει περιεκτικότητα THC 25% παραπάνω σε σχέση με τα υπόλοιπα των γύρω περιοχών.
Στη γύρω περιοχή υπάρχουν πολλά καζίνο, μοτέλ και οίκοι ανοχής, ενώ η πόλη αποτελεί κομβικό σημείο της βασικής «διαδρομής» που χρησιμοποιούν δύο μεγάλες συμμορίες της Βραζιλίας, η First Command of the Capital (PCC) από το Σάο Πάολο και η Red Command (CV) από το Ρίο Ντι Τζανέιρο, για την εισαγωγή βολιβιανής κοκαΐνης, πυροβόλων όπλων και άλλων λαθραίων.
Ωστόσο, οι ιδιοκτήτες των τεράστιων φυτειών κάνναβης που καπνίζουν εκατομμύρια Βραζιλιάνοι και Νοτιοαμερικανοί, δεν αντιμετωπίζουν προβλήματα από την αστυνομία και τις τοπικές αρχές παρόλο που η καλλιέργεια της είναι παράνομη.
Οι φυτείες
Μεταξύ των εργαζομένων στις φυτείες είναι και ο Adriano, ένας 25χρονος Βραζιλιάνος που ξοδεύει το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου στους αγρούς με τους υπόλοιπους εργαζόμενους που φυτεύουν και συλλέγουν κάνναβη, μεσολαβώντας σε οποιαδήποτε προβλήματα προκύπτουν μεταξύ τους και του αφεντικού.
Το αφεντικό του Adriano, ο Gerson, είναι ένας 50χρονος Βραζιλιάνος που γεννήθηκε σε μια οικογένεια που εκμεταλλεύεται εδώ και χρόνια την κάνναβη. Παρόλο που ο Gerson είναι «ιδιοκτήτης» δύο φυτειών, πολλές από τις εκτάσεις τις χρησιμοποιεί παράνομα, αφού θεωρούνται δάση ή προστατευόμενα εθνικά πάρκα και κανονικά ανήκουν στο κράτος.
Σύμφωνα με τα λεγόμενα του, ο Gerson υποστήριξε ότι δεν αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα από τις αστυνομικές αρχές. Με μια μικρή δωροδοκία, της τάξεως 70 δολαρίων μπορεί να εξαγοράσει κανείς τη «σιωπή» και να συνεχίσει κανονικά την καλλιέργεια κάνναβης.
Ο δρόμος για να φτάσεις κανείς στις φυτείες είναι σχεδόν ανύπαρκτος με τεράστιες κοτρόνες που συχνά βγάζουν το αγροτικό που χρησιμοποιούν εκτός τροχιάς. Η διαδρομή συνήθως παίρνει λίγο παραπάνω από το αναμενόμενο, καθώς προσπαθούν να αποφύγουν τα αστυνομικά τμήματα της περιοχής, ενώ το πλησιέστερο χωριό για τη φυτεία έχει λιγότερους από 1.000 κατοίκους.
Η έδρα στο αγρόκτημα είναι ένα απλό σπίτι με ένα μεγάλο υπνοδωμάτιο γεμάτο κουκέτες, ένα μπάνιο με ζεστό νερό και μια δορυφορική τηλεόραση. Ο Adriano εξηγεί στο Aljazeera ότι στα πέντε χρόνια που εργάζεται σε διάφορες φυτείες στην περιοχή, είναι η πρώτη φορά που νιώθει τόσο άνετος, αφού παλαιότερα κατασκήνωνε για πολλούς μήνες στις φυτείες.
Αξίζει να σημειωθεί, ότι ο Adriano και ο Gerson είναι πάντα οπλισμένοι με πιστόλια. Όμως, σε αντίθεση με τα σύνορα, στην ύπαιθρο οι διαμάχες μεταξύ των συμμοριών είναι σχεδόν ανύπαρκτες και οι αστυνομικές «επιθέσεις» συνήθως ανακοινώνονται νωρίτερα και ακολουθούν διαπραγματεύσεις.
Ένα καλοστημένο παράνομο σύστημα
Κανείς δε θέλει να τραβήξει την προσοχή σε αυτό που συμβαίνει. Σύμφωνα με τον Gerson, οι πολιτικοί δωροδοκούνται για να καθυστερήσουν την οδόστρωση δρόμων που θα βελτίωνε την πρόσβαση στην περιοχή, συμβάλλοντας έτσι στην περιπλοκή οποιασδήποτε αστυνομικής εισβολής.
Επίσης, υπάρχουν πληροφοριοδότες που ενημερώνουν έγκαιρα τους ιδιοκτήτες φυτειών, για οποιαδήποτε επιχείρηση μπορεί να οργανώνεται από την αστυνομία ή άλλες ομάδες.
Ο Gerson αναφέρει ότι υπήρχε μια περίπτωση που «έπεσε σύρμα» τόσο για τη δική του φυτεία, όσο και για άλλες τέσσερις στην ευρύτερη περιοχή και αναγκάστηκε να κρύψει στο αγρόκτημα μαζί με την ομάδα του πολλούς τόνους αποξηραμένης κάνναβης.
Μια μέρα αργότερα, ο Gerson δέχτηκε επίσκεψη από τον Cabanas, «προϊστάμενο» της περιοχής που ενεργεί ως ενδιάμεσος μεταξύ των ιδιοκτητών γης και της κυβέρνησης της Παραγουάης. Ο Cabanas δήλωσε ότι η αστυνομία πρότεινε την ακύρωση της επιχείρησης εάν κάθε αφεντικό φυτειών κατέβαλε εγγύηση 1.800 δολαρίων.
Δεν ήταν σαφής ο αριθμός των ιδιοκτητών, αλλά ο Gerson υποστήριξε ότι υπάρχουν εκατοντάδες φυτείες στην περιοχή. Εξήγησε μάλιστα ότι πάντα επαναλαμβάνεται η ίδια ιστορία, με την αστυνομία να απειλεί ότι θα εισβάλει στις γεωργικές καλλιέργειες ως μέσο αύξησης της δωροδοκίας τους.
Πέρυσι, ο υπουργός Δικαιοσύνης της Βραζιλίας, Alexandre de Moraes, έφθασε στην περιοχή με αξιωματούχους της SENAD και τα τοπικά ΜΜΕ. Χρησιμοποίησε ένα μαχαίρι για να κόψει τα φυτά κάνναβης, στέλνοντας ένα μήνυμα στους διακινητές ότι οι παράνομες φυτείες δεν θα ήταν ανεκτές.
«Είναι όλα διαπραγματεύσιμα. Τους δίνουμε αυτό που θέλουν και αυτοί αφήνουν εμάς και τις φυτείες μας ήσυχους», ανέφερε ο Gerson όταν ρωτήθηκε για τη λειτουργία του συστήματος.
Τι ισχυρίζεται η Εθνική Γραμματεία κατά των Ναρκωτικών της Παραγουάης
Όταν ρωτήθηκε για αυτούς τους ισχυρισμούς, ο Francisco Ayala, διευθυντής επικοινωνίας της SENAD, δήλωσε ότι «πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι δεν υπάρχει κανένας θεσμός 100% διαφανής και έντιμος, ειδικά όταν πρόκειται για διακίνηση ναρκωτικών, μια επιχείρηση που κινεί πολλά εκατομμύρια και αποτελεί πειρασμό για πολλούς ανθρώπους».
Ο Ayala επισήμανε επίσης ότι οι περισσότερες προσπάθειες ασφάλειας σχετικά με τα ναρκωτικά αποτυγχάνουν, καθώς τα μέλη είτε από φόβο είτε από ματαιοδοξία και απληστία πέφτουν θύματα διαφθοράς. Ωστόσο τόνισε ότι η SENAD έχει εφαρμόσει πολιτικές με τις οποίες προσπαθούν να αποτρέψουν αυτή την κατάσταση.
«Πιστεύουμε ότι τα τελευταία τρία χρόνια η κατάσταση έχει αρχίσει να βελτιώνεται, αφού έχουμε προχωρήσει σε καταστροφές καλλιεργήσιμων εκτάσεων μαριχουάνας και κατάσχεσης κοκαΐνης. Νομίζω ότι αυτό είναι αποτέλεσμα μιας εσωτερικής διαφάνειας σε πολιτικό επίπεδο. Φυσικά δεν μπορούμε να καταπολεμήσουμε τελείως τη διαφθορά, αλλά αυτή η πολιτική έχει αποτελέσματα καθώς το εμπόριο ναρκωτικών έχει υποστεί σοβαρά πλήγματα τα τελευταία χρόνια σε διάφορες περιοχές της χώρας», πρόσθεσε ο Ayala.
Εγκλωβισμένοι στη φτώχεια και την ανέχεια
Η καλλιέργεια κάνναβης δεν είναι τόσο απλή υπόθεση, χρειάζεται δουλειά, φροντίδα και εργατικά χέρια. Ειδικότερα, η κάνναβη χρειάζεται περίπου τέσσερις μήνες για να μεγαλώσει. Σε αυτή τη χρονική περίοδο δουλεύουν στο χωράφι περίπου τρία άτομα. Την περίοδο της συγκομιδής όμως, προσλαμβάνονται άλλα δέκα άτομα για να μαζέψουν, να στεγνώσουν, να σπάσουν και να τρίψουν τα φυτά.
Οι περισσότεροι εργαζόμενοι παίρνουν 12 δολάρια την ημέρα. Τα ποσοστά, καθώς και η τιμή της κάνναβης, αποφασίζονται από τους ιδιοκτήτες των αγροκτημάτων για να αποφευχθεί ο ανταγωνισμός.
Οι αγρότες κοιμούνται όλοι μαζί σε ειδικά διαμορφωμένους χώρους που είναι φτιαγμένοι από κορμούς, καραβόπανα, σχοινιά και σύρμα, ενώ το νερό προέρχεται κυρίως από πηγάδια ή ρέματα και πολλές φορές είναι ζεστό, καφετί και βρώμικο.
Οι συνθήκες υγιεινής τις περισσότερες φορές δεν είναι πολύ καλές και μέσα στους χώρους διαμονής των αγροτών βρίσκει κανείς πεταμένα μπουκάλια κρασιού και άλλων αλκοολούχων ποτών της περιοχής, όπως Fortin.
Αλλά και οι συνθήκες εργασίας είναι σκληρές, καθώς οι αγρότες ξεκινούν δουλειά από τις πρώτες πρωινές ώρες και δουλεύουν μέχρι τη δύση του ηλίου, με εξαίρεση κάποιες φυτείες, που λειτουργούν με τεχνητό φως από μια γεννήτρια βενζίνης. Υπάρχουν επίσης ορισμένα χωράφια που λειτουργούν 24 ώρες την ημέρα την περίοδο της συγκομιδής, με ανακλαστήρες που φωτίζουν τις φυτείες.
Αξίζει να σημειωθεί, ότι οι περισσότεροι από τους εργάτες είναι νέοι (περίπου 20 χρονών), έχουν μάθει να μην μιλούν πολύ και δεν έχουν ασχοληθεί με κάποιο άλλο είδος γεωργίας. Μόνο η φιλοδοξία τους για μια καλύτερη ζωή είναι εμφανής στα μάτια τους.
Ο Roque είναι υπεύθυνος για ένα χωράφι, από τη σπορά έως τη συγκομιδή. Επιλέγει τους σπόρους, τα λιπάσματα και τις τεχνικές που θα χρησιμοποιηθούν για την καλλιέργεια της γης.
Σήμερα είναι 25 χρονών, αλλά ξεκίνησε να φυτεύει κάνναβη όταν ήταν 17 αφότου τελείωσε το γυμνάσιο και δυσκολευόταν στην εύρεση άλλης εργασίας. Μετά από τέσσερα χρόνια συγκομιδής καλλιεργειών για άλλους, συντονίζει τώρα το δικό του χωράφι, που χρηματοδοτείται από τον Gerson.
Ο Roque παίρνει το μισό κέρδος από την πώληση της κάνναβης, όμως υποστηρίζει ότι θέλει να ξεφύγει από τη ζωή των φυτειών και να ξεκινήσει ένα κατάστημα γεωργικής προμήθειας. Όπως δήλωσε στο Aljazeera στις φυτείες δεν υπάρχουν καθόλου γυναίκες και ξοδεύει όλα του σε έσοδα στις κοπέλες που έχει ανά διαστήματα ή στον αγοραίο έρωτα.
Στην Pedro Juan Caballero υπάρχουν ακόμα μερικά οικογενειακά αγροκτήματα, αλλά έχουν μειωθεί αισθητά με τη πάροδο του χρόνου. «Είναι πολύ δύσκολο να δουλεύει κάποιος χωρίς αφεντικό επειδή η αστυνομία ζητά όλο και περισσότερα χρήματα», εξήγησε ο Roque.
Παρόλο που τα χρήματα από την καλλιέργεια κάνναβης τρέφουν ολόκληρες οικογένειες και διατηρούν τις κοινότητες που λειτουργούν σε αυτή τη γωνιά της Παραγουάης, δεν παρέχουν επαρκείς πόρους για να βγάλουν αυτούς τους ανθρώπους από τη δυστυχία τους.
Ακόμα και οι ιδιοκτήτες των χωραφιών ζουν μια λιτή ζωή με λιγοστά υπάρχοντα στην κατοχή τους, όπως μια μοτοσικλέτα και μερικά επώνυμα ρούχα, αλλά και την βεβαιότητα ή τον φόβο ότι μπορούν να αντικατασταθούν πολύ εύκολα και ξαφνικά. Κι αν τα χρήματα που προέρχονται από τη διακίνηση κάνναβης αντισταθμίζουν τον κίνδυνο για οποιονδήποτε εμπλέκεται, σίγουρα δεν αφορά τους φτωχούς εργαζόμενους που «κρύβονται» πίσω τις φυτείες.
Πηγές / Διαβάστε Περισσότερα:
Inside Crime / TVXS / Marijuana.com / Vice