ΤΑ ΠΑΡΑΔΟΞΑ ΤΗΣ ΚΑΝΝΑΒΗΣ
Το Απαγορευμένο «Ιερό» Φυτό από την Αρχαιότητα ως τις Μέρες μας
«Μ’ αρέσει η Μαριχουάνα γιατί θέλω να πάω στον Παράδεισο προτού πεθάνω», MichaelSimmons, δημοσιογράφος.
«Η Μαριχουάνα οδηγεί στο φιλειρηνισμό και στη κομμουνιστική ‘’πλύση εγκεφάλου’’»
Harry Anslinger, Αμερικανός Επίτροπος για τα Ναρκωτικά, 1948
Γράφει ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΤΑΜΚΟΣ**
Διαβάστε στο Mέρος Ά: Η Ιστορία του «Ιερού Χόρτου» / Оι Πρώτοι Χασισοπότες / Ζωροάστρες, Πρώιμοι Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι «Άγιοι» Χασισοπότες
Διαβάστε στο Μέρος ‘Β: Αφγανοί Λάτρεις του Χασίς / Η Φονική Αδελφότητα των «Χασισένιων» (Ασσασίνων) / Η Διασπορά της Χασισοποτείας στην Ευρώπη και στο Νέο Κόσμο.
Διαβάστε στο Μέρος ΄Γ: Η Λέσχη των Χασισοποτών /Μια Ευκαιρία στον «Παράδεισο» να Πάω… / Αμερικανικό Πάθος για Κάνναβη /Η Απαγόρευση της Κάνναβης
Μέρος ΄Δ
- Το Κίνημα των Χίπης και η Αδελφότητα της Αιώνιας Αγάπης
- TD: Το «Τσιγάρο της Αλήθειας» της CIA
- «Στης Μαστούρας το Σκοπό»: Η Χασισοποτεία στην Ελλάδα
- Άμστερνταμ: Η «Μέκκα» της Μαριχουάνας
- Legalize it?
Το Κίνημα των Χίπης και η Αδελφότητα της Αιώνιας Αγάπης
Η κουλτούρα της κάνναβης άλλαξε για πάντα με τον ερχομό των χίπις. Η κατανάλωση αξιοσημείωτων ποσοτήτων χασίς ταυτίζονταν με τον τρόπο ζωής των χίπις. Και κάθε χασισοπότης που σεβόταν τον εαυτό του κατά τις δεκαετίες του 1960 και του 1970 έπρεπε να καλύψει τουλάχιστον έναν τμήμα της διαδρομής των χίπις με κατεύθυνση τις μεγαλύτερες χώρες παραγωγής μαριχουάνας της εποχής, όπως ήταν η Ινδία, το Νεπάλ, το Αφγανιστάν, το Πακιστάν, ο Λίβανος και το Μαρόκο.
Οι χίπις έκαναν την εμφάνισή τους στις αρχές της δεκαετίας του 1960, ο αριθμός τους όμως αυξήθηκε σημαντικά μετά το 1968 – τη χρονιά που οι Beatles έκαναν το προσκύνημά τους στην Ινδία, για να καθίσουν στα πόδια του γκουρού τους, του Maharishi. Τυπικά οι χίπις βρίσκονταν στις μεγάλες πόλεις της Δύσης, αργότερα όμως οι πιο περιπετειώδεις απ’ αυτούς ξεκίνησαν να εξερευνούν πιο απομακρυσμένες περιοχές, ανιχνεύοντας συχνά διαδρομές που άνοιξαν αρχικά οι προηγούμενοι χασισοπότες. Και όπου πήγαιναν, αναζητούσαν το καλύτερο ποιοτικά χασίς που μπορούσαν να βρουν.
Η «Αδελφότητα της Αιώνιας Αγάπης», μια ημιθρησκευική ομάδα χίπις από την Καλιφόρνια, δικαιολογεί μια υποσημείωση στην ιστορία του χασίς. Σεβόμενη τον ακαδημαϊκό του Μπέρκλεϊ, Τίμοθυ Λίρυ, –επινοητή του διάσημου μότο «άναψε, ρούφα, φύσα»– ως γκουρού της, θυμόμαστε σήμερα την αδελφότητα κυρίως ως υπέρμαχο του LSD. Παρ’ όλα αυτά, εκτός από αυτές τις δραστηριότητές της –που περιλάμβαναν την κατασκευή, τη διανομή και την ανεπιτυχή προσπάθεια να νοθευτεί με LSD όλο το απόθεμα νερού στην Αμερική– κάποιο άλλο από τα επικερδή της πάρεργα ήταν η λαθρεμπορία τεράστιων ποσοτήτων χασίς από το Αφγανιστάν προς τη Βόρεια Αμερική κατά το τέλος της δεκαετίας του 1960 και στις αρχές του 1970.
Τα πρώτα φορτία πουλήθηκαν στις αγορές της Kandahar το 1968 έναντι 20 δολαρίων το κιλό. Βαθμηδόν οι αποστολές φορτίων ήταν όλο και μεγαλύτερες και το αφγανικό χασίς άρχισε να κατακλύζει την Αμερική και τον Καναδά, όπου έγινε γνωστό ως «Afghani Primo»…
TD: Το «Τσιγάρο της Αλήθειας» της CIA
Οι αποχαρακτηρισμοί των πρώιμων απόρρητων εγγράφων της CIA, που έλαβαν χώρα έπειτα από προεδρικά διατάγματα το 1977 και το 1995, απεκάλυψαν πως τόσο η Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών των ΗΠΑ, όσο και ο προκάτοχός της, το Γραφείο των Στρατηγικών Υπηρεσιών (Office of Strategic Services ή OSS), που ήταν η υπηρεσία πληροφοριών της εμπόλεμης Αμερικής (ιδρύθηκε το 1942), χρησιμοποίησαν όχι μόνον ναρκωτικές ουσίες, όπως π.χ. η μεσκαλίνη, η κοκαΐνη κ.α. αλλά και την ευφορική κάνναβη, στα πλαίσια της αναζήτησης μιας ψυχοτρόπου «ουσίας της αλήθειας», που θα «έλυνε το στόμα» των ανακρινόμενων, αποσπώντας από αυτούς κάθε χρήσιμη πληροφορία.
Την άνοιξη του 1943 η ειδική επιτροπή του OSS αποφάσισε πως η μαριχουάνα (cannabis indica) έδινε τις μεγαλύτερες υποσχέσεις ως «ουσίας της αλήθειας», και ξεκίνησε έτσι ένα πρόγραμμα δοκιμών σε συνεργασία με το Σχέδιο Μανχάταν, το άκρως απόρρητο σχέδιο για την κατασκευή της πρώτης αμερικανικής ατομικής βόμβας. Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιήθηκε μαριχουάνα σε υγρή μορφή, που αποκαλούνταν «TD» και η οποία είχε μια σειρά από δυσάρεστες παρενέργειες σε όσους άθελά τους την κατανάλωσαν. Η συγκεκριμένη ουσία «δεν δούλεψε με τον τρόπο που ήθελαν» και τα «αντικείμενα του πειράματος» αρρώστησαν από τους πολλούς εμετούς και κατέληξαν στο νοσοκομείο.
Τότε ήταν που οι ειδικοί επιστήμονες του OSS αποφάσισαν πως ο καλύτερος τρόπος για να απορροφηθεί η μαριχουάνα ήταν η έγχυση της στον καπνό. Δεν άργησαν λοιπόν να καταλήξουν στο συμπέρασμα πως ο πιο αποτελεσματικός τρόπος διανομής της ουσίας τετραϋδροκαναβινόλη (ΤΗC) ήταν ο ίδιος που χρησιμοποιούσαν εδώ και δεκαετίες οι μουσικοί του περιθωρίου, δηλαδή τα τσιγάρα. Σύμφωνα με έγγραφα του OSS η ανάμειξη καπνού με μαριχουάνα και το κάπνισμα τους προκαλούσε μια «κατάσταση ανευθυνότητας, που δημιουργούσε στο χρήστη μια φλυαρία και μια ελευθεριότητα στην μετάδοση των πληροφοριών που κατείχε».
Η πρώτη πραγματική δοκιμή αυτού του τσιγάρου, που περιείχε μείγμα καπνού και μαριχουάνας, έλαβε χώρα στις 27 Μαΐου του 1943. Αντικείμενο πειραματισμού ήταν ο Άουγκουστ Ντελ Γκράτσιο (August Del Gracio), ένας φημισμένος ιταλικής καταγωγής γκάνγκστερ της Νέας Υόρκης. Τον προσέγγισε ο Τζορτζ Γουάϊτ (George White) ένας αξιωματικός του Στρατού, που αποσπάστηκε στον OSS από το Ομοσπονδιακό Γραφείο Ναρκωτικών (FBN). Αυτός επισκέφτηκε τον Ντελ Γκράτσιο στο διαμέρισμά του, όπου και του έδωσε να καπνίσει το «ειδικό τσιγάρο». Ήθελε να εκμαιεύσει από τον Ιταλό μαφιόζο πληροφορίες σχετικά με τις διασυνδέσεις της ιταλικής μαφίας της Νέας Υόρκης με πράκτορες του Άξονα (η φασιστική Ιταλία ήταν τότε ακόμη σύμμαχος της Γερμανίας), σε μια περίοδο που οι Αμερικανοί προετοίμαζαν την απόβαση στη Σικελία. Ο Γούαιτ προσέφερε συνεχώς στον Ντελ Γκράτσιο τσιγάρα με μαριχουάνα μέχρι εκείνος να γίνει «υπερβολικά φλύαρος». Έβαλε μέσα σ’ αυτά τόσο πολύ μαριχουάνα, ώστε ο γκάνγκστερ άρχισε να χάνει τους λογικούς του ειρμούς για μια σχεδόν ώρα, και η γλώσσα του «λύθηκε». Κάτω από την επίδραση του «ειδικού τσιγάρου» ο σκληρός Ιταλός μαφιόζος άρχισε να «ξερνάει» όλα όσα ήξερε, αλλά τελικά αποδείχθηκε πως ήταν «καθαρός» καθώς δεν γνώριζε σημαντικές πληροφορίες για τις δραστηριότητες των πρακτόρων του Άξονα. Γνώριζε ωστόσο αρκετά πράγματα για το εμπόριο ναρκωτικών στη Νέα Υόρκη και αποκάλυψε όλα τα μυστικά του στον Αμερικανό αξιωματικό. Μάλιστα οι πληροφορίες που αποκάλυψε σχετικά με το εμπόριο ναρκωτικών ήταν τόσο ευαίσθητες, ώστε αργότερα η CIA αναγκάστηκε να τις κρατήσει διαβαθμισμένες μέχρι το 1977! Αφού τέλειωσε την εξομολόγηση του ο Ντελ Γκράτσιο είπε στον Τζορτζ Γουάϊτ: «Ότι και να κάνεις, μη χρησιμοποιήσεις ποτέ τίποτε από αυτά που σου είπα». Φυσικά ο πράκτορας του OSS έκανε ακριβώς το αντίθετό…
Παρά την επιτυχία του πειράματος στον Ντελ Γκράτσιο οι αξιωματούχοι του OSS δεν πείστηκαν ποτέ πως η μαριχουάνα, σε υψηλές συγκεντρώσεις, θα μπορούσε να ωθήσει ένα άτομο να εξομολογηθεί τα πιο βαθύτερα μυστικά του. Παρ’ όλα αυτά επέτρεψαν στον Τζορτζ Γουάϊτ, μαζί μ’ έναν ακόμη πράκτορα του Σχεδίου Μανχάταν, να χρησιμοποιήσουν για μια ακόμη φορά 18 τσιγάρα με υψηλή περιεκτικότητα σε μαριχουάνα σε στρατιώτες, που υπηρετούσαν στην Ατλάντα, στο Μέμφις και στη Νέα Ορλεάνη και ήταν ύποπτοι για φιλικές προς τον κομμουνισμό στάσεις. Οι δύο άνδρες «περνούσαν καλά» ενόσω εκτελούσαν την αποστολή τους, καθώς έμεναν σε ακριβά ξενοδοχεία του αμερικανικού νότου κι έτρωγαν στα καλύτερα εστιατόρια. Όταν ο Γουάϊτ ρωτήθηκε αργότερα αν ο ίδιος είχε δοκιμάσει αυτά τα ενισχυμένα τσιγάρα μαριχουάνας, παραδέχθηκε ότι το έκανε: «Τα τσιγάρα σου έδιναν την αίσθηση ότι περπατούσες αρκετά εκατοστά πάνω από το πάτωμα…»
«Στης Μαστούρας το Σκοπό»: Η Χασισοποτεία στην Ελλάδα
Η Κάνναβη στην Ελλάδα ήταν γνωστή και διαδεδομένη από την αρχαιότητα. Το νεότερο ελληνικό κράτος, που συστάθηκε μετά την Επανάσταση του 1821, αξιοποίησε την καλλιέργεια της κάνναβης για εμπορικούς σκοπούς. Το 1836 το Βασιλικό Τυπογραφείο δημοσίευσε μια μελέτη του Γρ. Παλαιολόγου «Περί Καλλιέργειας της Κάνναβης», χωρίς να γίνεται λόγος περί της ηδονιστικής χρήσης της. Η Κάνναβη καλλιεργούνταν κυρίως στις πεδιάδες του Αγρινίου, της Καλαμάτας και του Άργους και οι νεαρές κοπέλες, που εργάζονταν στη συλλογή της, ήταν πάντα εύθυμες και όταν έφευγαν από το χωράφι ήταν ιδιαίτερα πειρακτικές, σε σημείο θράσους, απέναντι στους περαστικούς. Η κανναβοκαλλιέργεια στην Ελλάδα, κυρίως για κλωστική κάνναβη, θα συνεχιστεί μέχρι την τελική απαγόρευσή της το 1957, αν και η χασισοποτεία ήταν ήδη απαγορευμένη επί Μεταξά.
Στις αρχές του 20ου αιώνα λειτουργούσαν στην Αθήνα, στον Πειραιά και σε άλλες μικρότερες ελληνικές πόλεις, πολλοί «ντεκέδες», δηλαδή καφενεία όπου σύχναζαν οι χασισοπότες. Σ’ αυτά τα στέκια, που σύχναζαν κυρίως άτομα του υποκόσμου (κουτσαβάκια, νταήδες, μαστρωποί, μαχαιροβγάλτες και «κατάστικτοι», δηλαδή άνδρες με τατουάζ), πήγαιναν για να «πιουν» χασίς καθώς ο καφές δεν ήταν τότε ακόμη στην ημερήσια διάταξη: «Προσφέρεται και καφές» έγραφαν σε πινακίδες οι τεκετζήδες, για να προσελκύουν και τους μη χασισοπότες. Σ’ αυτά τα καταγώγια, τα οποία τα επισκέπτονταν κατά καιρούς και διάφοροι καλλιτέχνες και «παρακμιακοί αστοί», υπήρχαν διάφορες ρεμπέτικες κομπανίες ή μοναχικοί τύποι που έπαιζαν μπαγλαμά τραγουδώντας «στης μαστούρας τον σκοπό». Οι αστυνομικοί κατά καιρούς εισέβαλαν στους τεκέδες για να βρουν παρανόμους και να εκφοβίσουν τον υπόκοσμο. Όσους χασισοπότες συλλάμβαναν τους έπαιρναν ένα βράδυ στο κρατητήριο για να «ξεμαστουρώσουν» και στην συνέχεια τους άφηναν ελεύθερους, διότι η χασισοποτεία θεωρούνταν τότε «πταίσμα» και όχι κακούργημα. Κανείς χασισοπότης δεν έμπαινε τότε φυλακή αν «έπινε» χασίς, εκτός αν έκανε κάποια άλλη αξιόποινη πράξη. Η απαγόρευση ήρθε αργότερα κατά τη δικτατορία του Μεταξά.
Επί δικτατορίας του Μεταξά αλλά και αργότερα, κατά την περίοδο του Εμφυλίου Πολέμου και των «πέτρινων χρόνων», η κρατική καταστολή σε βάρος των κομμουνιστών και των Αριστερών γενικότερα στην Ελλάδα ήταν πολύ σκληρή. Οι Αριστεροί, τόσο οι απλοί άνθρωποι όσο και οι διανοούμενοι, οδηγούνταν στις φυλακές και στα ξερονήσια για εξορία. Ήταν πολιτικοί κρατούμενοι αλλά το «εθνικόφρων» κράτος, προκειμένου να τους ταπεινώσει ακόμη περισσότερο, τους έριχνε στη φυλακή μαζί με τους εγκληματίες του κοινού ποινικού δικαίου. Έτσι για πρώτη φορά συγχρωτίστηκαν Αριστεροί διανοούμενοι και καλλιτέχνες με άτομα του υπόκοσμου και λούμπεν μικροεγκληματίες, που είχαν ως χαρακτηριστικό τους τη ρεμπέτικη μουσική και την χασισοποτία. Μ’ αυτό τον τρόπο οι Αριστεροί καλλιτέχνες ήρθαν σε επαφή με τη χασισοποτεία και ο υπόκοσμος με τις ιδέες της Αριστεράς, δημιουργώντας μια μοναδική σύνθεση που επηρεάζει την ελληνική κοινωνία ακόμη και σήμερα.
Πολλοί ήταν οι ρεμπέτες εκείνης της εποχής που φούμαραν τον «καπνό της λησμονιάς». Πιο γνωστός απ’ όλους ήταν ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο οποίος την «έπινε» κι έζησε μέχρι τα βαθιά του γεράματα, κάνοντας πέντε παιδιά: «Μας φέρνει μαύρο από την Πόλη και μαστούρια είμαστε όλοι, τουμπεκί απ’ την Περσία πίνει ο μάγκας με ησυχία…», λέει ένα γνωστό τραγούδι του Μάρκου Βαμβακάρη. Τα «χασικλίδικα», αν και απαγορευμένα, ήταν εκείνη την εποχή ένα σημαντικό κομμάτι του ρεμπέτικου τραγουδιού. Η δίωξη και η καταστολή του ρεμπέτικου τραγουδιού από το καθεστώς του Μεταξά καθώς και από τις ελληνικές μετα-εμφυλιακές κυβερνήσεις, έστρεψε το λαό στα λεγόμενο «λαϊκά τραγούδια» και στο μπουζούκι που ήταν πλέον αποδεκτό και από την αστική τάξη. Το ίδιο διάστημα οι διώξεις των χασισοποτών εντάθηκαν, τα μέτρα καταστολής αυξήθηκαν με αποκορύφωμα την περίοδο της Χούντας. Ωστόσο η χρήση της κάνναβης, παρά τις τόσες απαγορεύσεις και διώξεις, δεν εξαφανίστηκε ποτέ από την Ελλάδα. Από τη δεκαετία μάλιστα του 1990 άρχισε να επανακάμπτει σε σημείο ώστε να είναι πλέον ευρύτατα διαδεδομένη, όχι μόνον σε περιθωριακούς αλλά και σε άτομα της αστικής και μορφωμένης τάξης. Όπως εκμυστηρεύτηκε στον υπογράφοντα ο γνωστός ψυχίατρος Κλεάνθης Γρίβας: «Κάποτε στην Ελλάδα κάπνιζαν κάνναβη μόνον οι περιθωριακοί. Σήμερα, και λόγω των ανούσιων κατασταλτικών και απαγορευτικών νόμων, κάθε μία στις τρεις ελληνικές οικογένειες έχει κι από έναν καπνιστή κάνναβης». Δεν μιλάμε πλέον για περιθώριο, αλλά για μαζική –πλην όμως απαγορευμένη– χρήση της κάνναβης στην Ελλάδα.
Άμστερνταμ: Η «Μέκκα» της Μαριχουάνας
Ως τις αρχές της δεκαετίας του 1970 το λαθρεμπόριο κάνναβης πολεμήθηκε ιδιαίτερα σκληρά στην Ευρώπη. Η ενδημική πλεονεξία στην αλυσίδα από τον καλλιεργητή στον λαθρέμπορο και από κει στον πωλητή έγινε ανυπόφορη. Οι τιμές εκτοξεύτηκαν στα ύψη, ενώ η ποιότητα έπεφτε κατακόρυφα. Επιπλέον οι αμερικανικές Αρχές επαγρυπνούσαν διαρκώς και απέκτησαν μεγάλη αποτελεσματικότητα στο να συλλαμβάνουν τους λαθρέμπορους και να καταστρέφουν τις καλλιέργειες.
Τότε, όμως, στα μέσα της δεκαετίας του 1970 όλα άλλαξαν. Ο Jim Richardson δημοσίευσε το πρωτοποριακό του βιβλίο με τίτλο Sensimilla Marijuana Flowers. Ο ερχομός των sensimilla (ισπανική λέξη που κυριολεκτικά σημαίνει χωρίς σπόρους) είναι γεγονός που θα αλλάξει τον ρου της ιστορίας της κάνναβης.
Από την αρχή της δεκαετίας του 1980 η επιστήμη των sensi έχει μετακινηθεί στο πιο ελεύθερο έδαφος του Άμστερνταμ. Το Άμστερνταμ ήταν η ευρωπαϊκή πύλη για την ανάπτυξη των νέων τεχνικών, καθώς ήταν ήδη το «σπίτι» μιας ακμάζουσας κουλτούρας της κάνναβης.
Μέχρι τον ερχομό των sensi, η κάνναβη στη χώρα ήταν εισαγόμενο προϊόν. Μέσα όμως σε λίγα χρόνια, οι Ολλανδοί εγκαινίασαν τα δικά τους προγράμματα, αναζητώντας σπόρους από την Ασία και τη Μέση Ανατολή, για να αναπτύξουν νέες γενιές υβριδίων, όπως το Holland’s Hope και το Amstel Gold – για να αναφέρουμε μόνο δύο από αυτά.
Το Άμστερνταμ σήμερα είναι η «Μέκκα» της Μαριχουάνας προσελκύοντας τουρίστες απ’ όλο τον κόσμο και φιλοξενώντας το Cannabis Cup –μια ετήσια φιέστα μαριχουάνας που οργανώνει το αμερικανικό περιοδικό High Times. Η πόλη καυχιέται ότι διαθέτει περισσότερα από 12 coffee shops που προσφέρουν περισσότερες από 150 διαφορετικές ποικιλίες Το εμπόριο των sensimilla είναι σήμερα στο αποκορύφωμά του, όχι μόνο στο Άμστερνταμ αλλά και παντού στον κόσμο. Το «ιερό φυτό» συνεχίζει να συντροφεύει τον άνθρωπο ακόμη και στον τεχνοκρατικό 21ο αιώνα.
Legalize it?
Τελειώνοντας θεωρώ περιττό να υπογραμμίσω πως δεν είμαι υπέρ της χρήσης της κάνναβης ως ευφορικό μέσο. Είμαι ωστόσο υπέρ της χρήσης της στη βιομηχανία, στην παραγωγή ενέργειας, στη φαρμακευτική, στη διατροφή κ.α. –κάτι που θα μας βοηθήσει και στην απεξάρτηση μας από το πετρέλαιο κι από τη χημική βιομηχανία που καταστρέφει το περιβάλλον. Προσωπικά υπερασπίζομαι την αποποινικοποίησή της κάνναβης και συγκεκριμένα την επανα-νομιμοποίηση της (εφόσον ήταν νόμιμη σχεδόν σε όλες τις χώρες μέχρι τη δεκαετία του 1930).
Οι λόγοι πολλοί και θα χρειαζόταν ένα ολόκληρο άρθρο μόνο γι’ αυτό. Αντί γι’ αυτό παραθέτω τις απόψεις του διακεκριμένου Έλληνα ψυχίατρου και συγγραφέα Κλεάνθη Γρίβα, που έχει αφιερώσει ολόκληρη τη ζωή του στη μελέτη του απαγορευμένου ζητήματος της Κάνναβης και με του οποίου τις θέσεις συμφωνώ πλήρως: «Δεν υποστηρίζω τη χρήση των ψυχοτρόπων ουσιών, αλλά υπερασπίζομαι τη νομιμοποίησή τους.
Πρώτον, για λόγους ηθικούς: Κανένας εκτός από μένα δεν έχει δικαίωμα να αποφασίζει ποια ουσία θα καταναλώνω και ποια όχι. Δεύτερον, για λόγους πολιτικούς: Η κοινωνία δεν απειλείται από τις ψυχοτρόπες ουσίες. Κινδυνεύει μόνο από την κατασταλτική πολιτική της κρατικής εξουσίας απέναντι σ’ αυτές. Το δικαίωμα να ψηφίζω και το δικαίωμα να εξουσιάζω το κορμί μου αποτελούν βασικά στοιχεία της ελευθερίας μου. Το δικαίωμα να ψηφίζω είναι θεμελιώδες στοιχείο της ελευθερίας μου ως πολίτη. Και το δικαίωμα να εξουσιάζω το κορμί μου είναι κεντρικό στοιχείο της ελευθερίας μου ως ατόμου. Η απαγόρευση της ψήφου αίρει το δικαίωμά μου να ασκώ κάποιο έλεγχο στους διαχειριστές της εξουσίας, και συνεπώς καταργεί την ελευθερία μου ως πολίτη. Και η απαγόρευση ορισμένων ψυχοτρόπων ουσιών αίρει το δικαίωμά μου να εξουσιάζω το κορμί μου και συνεπώς καταργεί την ελευθερία μου ως ατόμου. Υπερασπίζομαι την (επανα)νομιμοποίηση όλων των απαγορευμένων ψυχοτρόπων ουσιών…», Κλεάνθης Γρίβας, Αντίσταση στην Εποχή του Τίποτα, σελ. 141, Ιανός). Ας μην ξεχνάμε τέλος πως οι κάθε λογής απαγορεύσεις γεννούν την επιθυμία για το απαγορευμένο…
Ενδεικτική Βιβλιογραφία
Γιώργος Οικονομόπουλος, Ψυχεδελικά ή Ψηχοδηλωτικά: LSD, MESCALINE, HASHISH, εκδόσεις Κοινότητα, 1980
Κλεάνθης Γρίβας, Κάνναβη, Μαριχουάνα, Χασίς, Εκδοτική Θεσσαλονίκης, 2006
Κλεάνθης Γρίβας, Πλανητική Κυριαρχία και Ναρκωτικά: Τα Ναρκωτικά ως Εργαλείο της Αμερικανικής Εξωτερικής Πολιτικής, Ιανός, 2006
Κλεάνθης Γρίβας, Αντίσταση στην Εποχή του Τίποτα, Ιανός 2006
Γιώργος Στάμκος, Mind Control: O Πόλεμος για τον Έλεγχο του Νου, Άγνωστο, 2005
Ηλίας Πετρόπουλος, Άγιο Χασισάκι, Νεφέλη 1987
Canavaccio: Κείμενα Περί της Ηδονιστικής Δρόγης, Εκδόσεις Heteron, 2009
Nick Jones, Spiffs: Α Celebration of Cannabis Culture, Chrysalis impact, 2003
Ψυχεδέλεια & Ψυχότροπα (ειδική έκδοση), Εκδόσεις ΑΓΝΩΣΤΟ 2010
*Αναδημοσίευση από το TVXS
** Ο Γιώργος Στάμκος είναι συγγραφέας και δημιουργός του περιοδικού Ζενίθ