Το Γενικό Δικαστήριο της ΕΕ αρνείται την κατοχύρωση εμπορικού σήματος με φύλλο κάνναβης

Το Γενικό Δικαστήριο Ευρωπαικών Κοινοτήτων, αρνείται με απόφασή του της 12ης Δεκεμβρίου 2019 την κατοχύρωση εμπορικού σήματος Ευρωπαϊκής εταιρείας, με ένα σκεπτικό που αν μη τι άλλο… έχει το ενδιαφέρον του.

Όπως αναφέρει το You May Say Magazine, το Πρωτόδικο αυτό Δικαστήριο είναι ορισμένο να εξασφαλίζει την τήρηση του δικαίου κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή των ιδρυτικών Συνθηκών από τα κοινοτικά θεσμικά όργανα και τα κράτη μέλη.

Με την απόφαση του αυτή, αν και υπό μια έννοια αναγνωρίζει «το μεταβατικό της εποχής» άρα και το προσωρινό της ισχύος της απόφασής του αναφέροντας χαρακτηριστικά «σχετικό σήμα δεν δύναται, στο παρόν στάδιο εξέλιξης του δικαίου, να καταχωρισθεί ως σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης», ταυτόχρονα δείχνει να μη λαμβάνει καν υπόψη του την ήδη ευρύτατη χρήση της εικόνας του φυτού της κάνναβης σε δεκάδες εμπορικά σήματα ανά την Ευρώπη, αλλά και σε δεκάδες προϊόντα που αφορούν στη φαρμακευτική αξιοποίηση του φυτού.

«Είναι αντίθετο στη δημόσια τάξη»…

Όπως αναφέρει στο Δικαστήριο, «τέτοιου είδους σημείο είναι αντίθετο στη δημόσια τάξη», μάλιστα υπογραμμίζει ότι «το επίμαχο σημείο, παρακινεί, εμμέσως πλην σαφώς, στην αγορά τέτοιων προϊόντων ή υπηρεσιών ή, τουλάχιστον, εξοικειώνει το κοινό με την ιδέα της κατανάλωσής τους».

Σα να λέμε, αν ο κόσμος δεν το βλέπει, δε θα το χρησιμοποιεί κιόλας. Και η λογική αυτή αφορά στο φυτό που αν και διώχθηκε επί δεκαετίες, αποτελεί σήμερα την ευρύτερα διαδεδομένη και χρησιμοποιούμενη παράνομη ουσία στην Ευρωπαϊκή ήπειρο. Στην κάνναβη που η απαγόρευσή της, όχι μόνο δε μείωσε αλλά αύξησε την κατανάλωσή της.

Όπως κατέγραφε πριν λίγες μόλις ημέρες η έκθεση του EMCDDAτου Ευρωπαϊκού Κέντρου Παρακολούθησης Ναρκωτικών και Εξαρτήσεων «η αγορά κάνναβης είναι η μεγαλύτερη αγορά ναρκωτικών στην Ευρώπη, η αξία της εκτιμάται τουλάχιστον σε 11,6 δισ. EUR. Περίπου 25 εκατομμύρια Ευρωπαίοι (ηλικίας 15-64 ετών) τη χρησιμοποίησαν κατά τη διάρκεια του προηγούμενου έτους».

Καθώς είναι σχεδόν πανθομολογούμενο ότι η πολιτική της απαγόρευσης των ουσιών και του αμερικανικού δόγματος «του πολέμου κατά των ναρκωτικών» αύξησε το πρόβλημα της χρήσης τους, αναζητούνται παγκοσμίως νέες, πιο αποδοτικές πολιτικές.  Άρα και η αναφορά περί «προστασίας της δημόσιας τάξης» μέσω της απαγόρευσης της εμφάνισης του φύλλου της κάνναβης σε ένα εμπορικό σήμα είναι έωλη καθώς «δημόσια τάξη» ακριβώς από τέτοιου είδους απαγορεύσεις, αποδεδειγμένα πλέον, δεν επήλθε.

Προβληματική είναι εκτός των άλλων και η προσέγγιση του φυτού μόνο μέσα απ’ το πρίσμα της ψυχοτρόπου δράσης του και της απαγόρευσης που τη διέπει. Η χρήση της κάνναβης μπορεί να προορίζεται για τη δημιουργία ευφορίας, μπορεί όμως και να προορίζεται για την παραγωγή βιομηχανικών προϊόντων ή φαρμακευτικών. Πράγμα το οποίο κάθε δικαστήριο θα όφειλε να συνυπολογίσει.

Από το σταφύλι για παράδειγμα παράγεται και κρασί με το οποίο μπορεί κανείς να μεθύσει. Παράγονται όμως και μούστος, ξύδι, πετιμέζι, αμπελόφυλλα και σταφίδες. Ακολουθώντας τη λογική του δικαστηρίου, σε μια εταιρεία που παράγει ξύδι θα πρέπει να απαγορευτεί να χρησιμοποιήσει στο logo της το σχέδιο του σταφυλιού, γιατί έτσι κι αυτή «εμμέσως πλην σαφώς, εξοικειώνει το κοινό με την ιδέα της κατανάλωσης» οίνου.

Ιστορικό της υπόθεσης και η απόφαση του δικαστηρίου

Το 2016, η Santa Conte κατέθεσε στο Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO) αίτηση καταχώρισης του ακόλουθου εικονιστικού σημείου ως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τρόφιμα, ποτά και υπηρεσίες εστίασης:

Το EUIPO απέρριψε την αίτησή της, θεωρώντας ότι το σημείο ήταν αντίθετο στη δημόσια τάξη.

Κατόπιν τούτου, η S. Conte προσέφυγε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ζητώντας την ακύρωση της απόφασης του EUIPO1.

Η απόφαση του Δικαστηρίου

Με τη σημερινή του απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο απορρίπτει την εν λόγω προσφυγή, επικυρώνοντας την απόφαση του EUIPO.

Το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι το EUIPO ορθώς εκτίμησε ότι η στυλιζαρισμένη απεικόνιση του φύλλου κάνναβης ήταν το επικοινωνιακό σύμβολο της μαριχουάνας και ότι η λέξη «amsterdam» αναφερόταν στο γεγονός ότι στην πόλη του Άμστερνταμ υπάρχουν σημεία πώλησης του εν λόγω ναρκωτικού που παράγεται από την κάνναβη, λόγω της ανοχής, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, της πώλησής του στις Κάτω Χώρες. Εξάλλου, η μνεία της λέξεως «store», η οποία συνήθως σημαίνει «κατάστημα» ή «μαγαζί», έχει ως αποτέλεσμα το κοινό να προσδοκά τα πωλούμενα προϊόντα και οι υπηρεσίες που φέρουν το εν λόγω σημείο να αντιστοιχούν σε εκείνα που θα πωλούνταν σε κατάστημα πώλησης ναρκωτικών ουσιών.

Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο, μολονότι αναγνωρίζει ότι η κάνναβη δεν θεωρείται ναρκωτικό εάν η περιεκτικότητα σε τετραϋδροκανναβινόλη (THC) είναι κατώτερη ενός συγκεκριμένου ορίου, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, εν προκειμένω, το συγκεκριμένο σημείο προσελκύει την προσοχή των καταναλωτών μέσω του συνδυασμού των διαφόρων αυτών στοιχείων, καθώς οι καταναλωτές δεν διαθέτουν κατ’ ανάγκην ειδικές επιστημονικές ή τεχνικές γνώσεις σχετικά με την κάνναβη ως ναρκωτική ουσία, η οποία είναι απαγορευμένη σε μεγάλο αριθμό κρατών της Ένωσης.

Όσον αφορά την έννοια της «δημόσιας τάξης», το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι, μολονότι, στην παρούσα κατάσταση των πραγμάτων, το ζήτημα της νομιμοποίησης της κάνναβης για θεραπευτικούς ή ακόμη και ψυχαγωγικούς σκοπούς αποτελεί αντικείμενο διαβούλευσης σε μεγάλο αριθμό κρατών μελών, εντούτοις, στο παρόν στάδιο εξέλιξης του δικαίου, η κατανάλωση και η χρήση της παραμένουν παράνομες πέραν του προαναφερθέντος ορίου στην πλειονότητα των εν λόγω κρατών μελών.

Επομένως, η καταπολέμηση της διάδοσης της ναρκωτικής ουσίας που παράγεται από την κάνναβη ανταποκρίνεται, στα κράτη αυτά, σε σκοπό δημόσιας υγείας, συνιστάμενο στην καταπολέμηση των επιβλαβών συνεπειών της. Επομένως, οι ρυθμίσεις σχετικά με την κατανάλωση και τη χρήση της εν λόγω ουσίας εμπίπτουν στην έννοια της «δημόσιας τάξης». Εξάλλου, η Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) προβλέπει ότι η Ένωση συμπληρώνει τη δράση των κρατών μελών για τη μείωση της βλάβης που προκαλούν στην υγεία τα ναρκωτικά, συμπεριλαμβανομένης της ενημέρωσης και της πρόληψης, και ότι η παράνομη διακίνηση ναρκωτικών εντάσσεται στους τομείς της ιδιαιτέρως σοβαρής εγκληματικότητας με διασυνοριακή διάσταση, στους οποίους προβλέπεται παρέμβαση του νομοθέτη της Ένωσης. Λαμβανομένου υπόψη αυτού του θεμελιώδους συμφέροντος, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι το γεγονός ότι το επίμαχο σημείο θα γίνει αντιληπτό από το ενδιαφερόμενο κοινό ως ένδειξη ότι τα τρόφιμα και τα ποτά που μνημονεύονται στην αίτηση καταχωρίσεως σήματος, καθώς και οι σχετικές υπηρεσίες, περιέχουν ναρκωτικές ουσίες, οι οποίες είναι παράνομες σε μεγάλο αριθμό κρατών μελών, αρκεί για τη διαπίστωση της αντίθεσής του στη δημόσια τάξη.

Το Γενικό Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι, δεδομένου ότι μία από τις λειτουργίες του σήματος συνίσταται στον προσδιορισμό της εμπορικής προελεύσεως του προϊόντος ή της υπηρεσίας ώστε ο καταναλωτής να μπορεί να προβεί στις επιλογές του, το επίμαχο σημείο, καθόσον θα γίνει αντιληπτό κατά τον τρόπο που περιγράφηκε ανωτέρω, παρακινεί, εμμέσως πλην σαφώς, στην αγορά τέτοιων προϊόντων ή υπηρεσιών ή, τουλάχιστον, εξοικειώνει το κοινό με την ιδέα της κατανάλωσής τους.

Το πλήρες κείμενο της αποφάσεως είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA