Ο Γιώργης Οικονομόπουλος για το Πολυτεχνείο, «τον πυρήνα του ονείρου και της ουτοπίας»

Ο Γιώργης Οικονομόπουλος, ο γιατρός που πρωτοστατεί επι δεκαετίες στην έρευνα για την θεραπευτική αξιοποίηση της κάνναβης αλλά και στον πολιτικό αγώνα για τη νομιμοποίησή της, μας υπενθυμίζει ότι ο αγώνας για την ελεύθερη χρήση του φυτού είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με το όνειρο της δικαιοσύνης, με τον έρωτα «για τα λουλούδια, τα ηλιοβασιλέματα, τον Βιβάλντι και τις Μαρίες…».

Πριν πενήντα χρόνια, τα κυνηγητά της αστυνομία δεν ήταν φαίνεται πρόβλημα τόσο σοβαρό όσο οι κουβέντες των φιλήσυχων πολιτών: «Τι θέλουν πάλι τα κωλόπαιδα;», άκουγε να λένε στο λεωφορείο για όσους συμμετείχαν στη διαδήλωση απ’ την οποία επέστρεφε.

Το κείμενο που ακολουθεί γράφτηκε τριάντα χρόνια πριν, για τα εικοσάχρονα τότε του Πολυτεχνείου. Και δημοσιεύεται τώρα που το Πολυτεχνείο κλείνει τα πενήντα. Το ότι δείχνει γραμμένο σήμερα, θα μπορούσε ίσως να απογοητεύσει για «τα τόσα δεν έγιναν πενήντα χρόνια τώρα». Αν δεν κυριαρχούνταν από την λυτρωτική εμμονή των ερωτευμένων με τη ζωή…

ΤΟ ΑΝΤΙΔΙΚΤΑΤΟΡIΚΟ ΦΟΙΤΗΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ,

Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΣΗΜΕΡΑ

Του Γιώργη Α. Οικονομόπουλου

Πολλές φορές μέχρι τώρα, προσπάθησα να ανιχνεύσω και να προσδιορίσω τις ιδιότητες που ξεπήδησαν μέσα μου την περίοδο 1971-4, και που σφράγισαν τον ψυχισμό μου με ιδεολογικές πινελιές που υπάρχουν ακόμη ανεξίτηλες.

Σίγουρα ήταν η εποχή. Μια πολιτιστική και πολίτικη έκρηξη συντάραζε την Ευρώπη, την Αμερική κι όλο τον κοσμο. Η τέχνη κι η ευαισθησία για τα ανθρώπινα δικαιώματα είχαν σφιχταγκαλιαστεί κι έσερναν σ’ εναν ηρωικό χορό τις νεολαίες από την Ιαπωνία στην Ουρουγουάη κι από το Μπέρκλεϋ στην Πράγα. Μάης 1968, Πόλεμός Βιετνάμ, Τσε Γκεβάρα, Τουπαμάρος και Μαύροι Πάνθηρες, Πολιτιστική επανάσταση του Μαο και Αλιέντε. Κι αυτά τα αιματηρά γεγονότα, σ’ ένα ντεκόρ οπού οι χίππις και η ψυχεδέλεια, οι Μπητλς και ο Μπομπ Ντύλαν, η Τζοαν Μπαεζ και οι Ρολλινγκ Στάουνς έκαναν την δικιά τους επανάσταση μαζί με τους Πινκ Φλουντ, τους Ντοορς, τον Χεντριξ και την Τσοπλιν. Οι Καντρυ Τζο εντ δε Φις στην αρχή ονομάζονταν Καντρυ Μάο εντ δε Φις, παίρνοντας το όνομά τους από ένα ρητό του Μαο: «Ο επαναστάτης πρέπει να κινείται μέσα στην κοινωνία σαν το ψάρι μέσα στην θάλασσα». Και οι Ρολλινγκ Στοουνς τραγουδούσαν στο Στρητ Φάιτιν Μαν: «Ναι! Νομίζω ότι είναι η κατάλληλη ώρα για βίαιη επανάσταση, γιατί εκεί οπού ζω, το παιγνίδι που ζουν είναι η συμβιβαστική λύση»!

Το WOODSTOCK στους Ελληνικούς κινηματογράφους δεν αφεθηκε να προβληθεί περισσότερό απο την πρεμιέρα στο Παλλάς το 1970, γιατί όταν ακούστηκε το τραγούδι FREEDOM (Ελευθερία) έγινε ο «χαμός». Διακοπή προβολής έγινε και στο έργο «Φράουλες και Αίμα», ενώ το «Ζαμπρίσκι Ποιντ» παρ’ ολη την ανατρεπτικότητά του παίχτηκε. Ρεύματα συγκίνησης, από ηρωισμούς, από θυσίες, από οράματα, διαπότιζαν σιγά-σιγα τη φοιτητική νεολαία και όχι μόνο.

Η πρώτη μου «επαναστατική» επαφή με φοιτητές μετά το 1967, ήταν λίγο πριν το 1970 , όταν μαζί με τον Τάσσο Γουδέλη, την Μυρσίνη Ζορμπά, τον Γιώργο Οικονόμου και άλλους, αρχίσαμε να λειτουργούμε με αμφισβητησιακές συζητήσεις σ’ εναν πολιτιστικό σύλλογο στου Φιλοπάππου. Εκεί βίωσα την οργανωμένη συνεργασία που μπορεί αυθόρμητα να δημιουργηθεί και να λειτουργήσει, όταν βρεθούν άνθρωποι με ενδιαφέροντα δράσης. Η μελέτη του απαγορευμένου Σοσιαλισμού -των κλασσικών του Μαρξισμού και της Αναρχίας ήταν ένα απαραίτητο σκαλοπάτι στην οικοδόμηση ενός «σωστού» αμφισβητία. Ελύτης, Ρίτσος, Μαγιακόφσκυ, Μαρκουζε… Εκδρομές γύρω από την Αθήνα και πολιτικοφιλοσοφικές συζητήσεις. Το 1971 φτιάξαμε μαζί με τον Τίμο Παπαδόπουλο τις εκδόσεις «Υδροχόος», που εξέδωσαν κείμενα για το Φοιτητικό κίνημα, τον Αναρχισμό, την Λούξεμπουργκ και τον Τροτσκισμό. Το γραφείο-βιβλιοπωλείο μας στην Σόλωνος, έγινε κέντρο περάσματος φοιτητών και καλλιτεχνών όπως ο Καμπερίδης, Κοτανίδης, Λεύτερης Κανέλης κ.α. «Διεθνής Βιβλιοθήκη» (Αναρχικοί) και «Νέοι Στόχοι» (Τροτσκιστές) ήταν τα κοντινά βιβλιοπωλεία εκδόσεις ανατρεπτικού προσανατολισμού. ΕλληνοΕυρωπαΐκη Κίνηση Νέων, Γιάννη Σταθά, Σόλωνος, Χαρ. Τρικούπη: Τόποι και δρόμοι φορτισμένοι με ανατριχίλες: μας παρακολουθούν! Μπλου-τζιν, τζακετ και γενειάδες.

Μία συζήτηση για το Ζαμπρίσκι Πόιντ σ’ ένα αμφιθέατρο και μια άλλη για την γιόγκα σ’ ένα νοσοκομείο, έγιναν οι αφορμές για να γνωριστούμε αυτοί που αποτέλεσαν τον 1° πυρήνα της Ιατρικής. Μάνος Σωτηρίαδης, Χάρης Βασιλοπουλος, Αυγή Σιούνα, Τάκης, Εύη, Μαρία, Γεράσιμος κ.α. Στους «Νέους Στόχους» γνώρισα τον Νίκο Σιδέρη. Η ομάδα αυξανόταν. Οι εικόνες που φανταζόμουν διαβάζοντας για τα φοιτητικά κινήματα των ΗΠΑ και της Ευρώπης, γίνονταν μια ζωντανή πραγματικότητα για μένα. Είχα αρχίσει να νιώθω σαν σε προεπαναστατική περίοδο.

Έρωτας και επανάσταση ήταν η παράφραση του «Έρως και Πολιτισμός» του Μαρκουζε. Οδοντιατρική: Μιχάλης Σαμπαϊτακάκης. Νομική: Νικήτας Λιοναράκης. Διασχολικό: το κίνημα μεγάλωνε! Κι αποφασίστηκε από το «κίνημα» γενικά να γίνει μεγάλη αντιδικτατορική συγκέντρωση στην πλατεία Συντάγματος στις 21-4-72 το πρωί.

Όταν πήγα, τα τραπεζάκια της πλατείας ήταν γεμάτα χαφιέδες κι ασφαλίτες με πολιτικά που περίμεναν. Τότε άρχισε για μένα το πρώτο κινηματογραφικό έργο της περιπετειώδους και ηρωικής σειράς: «Τύραννοι κι επαναστάτες» που παίχτηκε κι άλλες φορές στο μέλλον.

Όλες οι ιστορίες της γερμανικής κατοχής και των απελευθερωτικών κινημάτων -παλαιών και σύγχρονων άρχισαν να παίζονται σε προσωπικές παραλλαγές. Σύντομα φάνηκε ότι η συγκέντρωση ήταν «καρφωμένη”. Συνάντησα μόνο 5 συνάδελφους, που μεταξύ μας δώσαμε ραντεβού στο άγαλμα του Κολοκοτρώνη και μετά στα Προπύλαια. Σιγά-σιγα μαζευτήκαμε -όχι περισσότεροι από σαράντα με πενήντα, που άλλοι καθισμένοι στα κάτω σκαλιά κι άλλοι όρθιοι αρχίσαμε να τραγουδάμε την «Ξαστεριά» και να φωνάζουμε «Ελευθερία Δημοκρατία!».

Η καρδία μου χτυπούσε δυνατά! Μου φαίνονταν πολλοί λίγοι οι περαστικοί που έκπληκτοι περνούσαν βιαστικοί η κοντοστέκονταν μακριά. Στην επίθεση, της αστυνομίας που ακολούθησε σύντομα και που -συγκριτικά με τις σημερινές θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «αμήχανη”, όσοι από μας δεν αποκλείστηκαν, ξέφυγαν από τη Ρήγα Φερραίου φωνάζοντας «Ελευθερία Δημοκρατία» η «Κάτω η χούντα”, μπροστά στους απορημένους επιβάτες που περίμεναν στις αφετηρίες.

Είναι απερίγραπτο το συναίσθημα που ένιωσα, όταν μπαίνοντας σε μια «ουρά» άκουσα έναν από τους επιβάτες να λέει: «Τι θέλουν πάλι τα κωλόπαιδα;» Συνειδητοποίησα ότι είμαστε μια ασήμαντη μειοψηφία, σχεδόν ένα τίποτα!

Ένα τίποτα όμως, που την επόμενη η μεθεπόμενη κατάφερε κι έκανε δεύτερη συγκέντρωση και διαδήλωση. Πάνω από 80 αυτή την φορά -στο Μουσείο κι από κει στην Πατησίων μέχρι την Κάνιγγος, φωνάζοντας πάλι: Κάτω η χούντα! Αυτή τη φορά δεν πρόλαβε η αστυνομία!

Και το «τίποτα” μεγάλωνε: καινούριοι συνάδελφοι γίνονταν «συναγωνιστές”, μάζεμά υπογραφών για τα Δ.Σ., συγκεντρώσεις σε σπίτια και σε εξοχές. Και αμεσο-δημοκρατική λήψη αποφάσεων, και πολύς σεβασμός στις γυναίκες και τα πρώτα ζευγαράκια συναγωνιστών. Και η πρώτη οργανωμένη εμφάνιση μαζί με τους υπομηχανικούς, στην Παιδιατρική όπου θαύμασα τον Παπασταυρίδη. Και οι κλήσεις στην Ασφάλεια την επομένη και το εκφοβιστικό ξυλοκόπημα. Κι ένιωθες μέσα σου να παλεύει ένα ηρωικό με ένα πανικόβλητο πνεύμα. Και βρίσκαμε μια κοινωνική ταυτότητα φτιαγμένη από την υπέρβαση του εαυτού, σε ένα κινηματογραφικό έργο με πρωταγωνιστές εμάς. Εργαλεία μας: από την μια ο κίνδυνος και το ρίσκο κι από την άλλη η ζεστή θαλπωρή μιας συλλογικότητας. Είχαμε προσωπικές σχέσεις κι αυτό που μας ένωνε ήταν το να φύγει η Τυραννία, η Δικτατορία, ο φασισμός, η Αμερικανοκρατία, η Απολυταρχική Πατριαρχική Εξουσία. Το αίσθημα που ζούσε ο καθένας μας σαν κάτι το ιδιαίτερο και ταυτόχρονα σαν κάτι το συλλογικό, ωρίμαζε μέσα μας τόσο την προσωπική όσο και την κοινωνική μας υπόσταση.

Οι ιδεολογικοί ανταγωνισμοί, οι φανατικές διαφωνίες και συγκρούσεις εμφανίστηκαν πολύ αργότερα, βασικά την περίοδο του Πολυτεχνείου και στην Μεταπολίτευση. Μέχρι την στράτευση μας (Φλεβάρης 1973), οι υπάρχουσες πολίτικες δυνάμεις είχαν λίγα μόνο μέλη στο Φ.Κ. Είναι ζήτημα αν από τους 15 της Ιατρικής που στρατευτήκαμε, υπήρχαν τότε ένας η δυο μόνο οργανωμένοι στο ”Ρηγα”. Δυο μέρες πριν πάω στο στρατόπεδό κατάταξης, είχα μια άλλη εμπειρία που με χρωμάτισε. Σε διαδήλωσή της Ιατρικής που ξεκίνησε από το Γουδί, όταν η αστυνομία μας χτύπησε στο ύψος του Νοσοκομείου «Αλεξάνδρα”, ενώ τρέχαμε φωνάζοντας συνθήματα, άκουσα τους πολίτες και τους καταστηματάρχες να βρίζουν την αστυνομία! Δεν είμαστε πια μόνοι.

Και μετά άρχισε για μένα η αποκλεισμένη περίοδος της στράτευσης. Που και που, σε κάποιο στρατόπεδό συναντούσα κάποιο συναγωνιστή: Νταβέας, Παπακώστας, Αυδής, Ροζάκης, φιγούρες περίεργες στη γκρίζα ομίχλη των στρατοπέδων. Και στις άδειες, μάθαινα για τις καταλήψεις και το διαρκώς ογκούμενο ρεύμα και την ανάμιξη πολιτικών.

Και το χτύπημα της οργάνωσης και η σύλληψη μου από την ΕΣΑ και η Αμνηστεία και η Νοσηλεία και η διακοπή στράτευσης για λογούς υγείας. Όταν γύρισα στην Αθήνα, τον Οκτώβρη ’73, καινούρια πρόσωπα στους αγώνες όλων των Σχολών. Και είχε αρχίσει ο διαχωρισμός ανάμεσα σε Ριζοσπάστες και Ρεφορμιστές. Αντιεξουσιαστές και ακροαριστεροί και οπαδοί των δυο ΚΚΕ που οι ηγέτες τους ερωτοτροπούσαν με το πείραμα Μαρκεζίνη. Θυμάμαι την τελευταία συνέλευση της Ιατρικής στο Πολυτεχνείο: 16 Νοέμβρη απόγευμα…

Ήδη είχαμε βγει από τους εαυτούς μας! Τα δακρυγόνα έτσουζαν, το πρώτο αίμα κυλούσε! Μόνο η λέξη ΠΑΘΟΣ ίσως μπορεί να δώσει μια εικόνα της κατάστασης. Δάκρυα πολλά και αγωνία και η συνταρακτική ανακάλυψη ότι ”τώρα γράφουμε ιστορία για τις αυριανές γενιές”!

Και οι προβολείς και η έξοδος και το κρύψιμο και η παρανομία…

Και μετά την μεταπολίτευση, η αρχική, ψευδαίσθηση ότι το αυθόρμητό πάθος, η πρωτοβουλία, η δημιουργική φαντασία και η πράξη του ονείρου, θα μπορούσαν να συνεχιστούν. Τα πράγματα όμως είχαν αλλάξει: η σεμνότητα και η ευαισθησία είχαν χαθεί! Η εξαφάνιση του μέχρι, τότε κοινού αντίπαλου, μας έκανε να διοχετεύσουμε την συσσωρευμένη επιθετικότητα μας μεταξύ μας, στην προώθηση του παιγνιδιού των πολιτικών κομμάτων, που ήθελαν ανταγωνισμούς στο κυνήγι της εξουσίας.

Και μείναμε στην ανάμνηση της ενότητας, της συντροφικότητας, της αποτελεσματικότητας που έχει η συλλογική αυθόρμητη δράση, της χαράς που νιώθεις όταν βάζεις σπόρους και δεντράκια και γίνεται δάσος άσχετα αν το καίνε μετά!

Και συνειδητοποιούμε πως εκείνη την εποχή γεννήσαμε αυγά και ενώ περιμέναμε να βγουν τα πουλιά της ελευθερίας, μας τα έσπασαν και τα έκαναν ομελέτα! Και πως ξαναφτιάχνεις αυγά από την ομελέτα κύριε; Πολύ απλό, ταΐζεις με αυτήν τις κότες!

Μετά από 20 χρονιά, χαίρομαι που διαπιστώνω ότι η σεμνότητα και η ευαισθησία μπορούν και πάλι να λειτουργήσουν σε πολλούς από μας.

Η αδικία, η καταπίεση, η βία και ο υποβιβασμός της ζωής μας, σίγουρα δεν μας αφήνουν αδιάφορους. Η αναζήτηση της ελευθέριας και της δικαιοσύνης, σίγουρα μας συγκινούν. Είμαστε όμως πολύ απομονωμένοι. Η αυθόρμητη επικοινωνία που υπήρχε τότε, έχει τώρα χαθεί. Και η συνθετική καρδία του πάθους της ελευθερίας μιας ανέμελης ηλικίας έχει καλυφθεί από την αναλυτική λογική των επαγγελματικών καθηκόντων η των οικογενειακών ευθυνών. Παρ’ όλα αυτά, νιώθω πως είμαστε μπολιασμένοι από τότε σε σοβαρό βαθμό, με τα στοιχεία της Συνεργατικότητας, της Αγωνιστικότητας και της Αλληλεγγύης, Και νιώθω ακόμα, πως οι συνθήκες της τρομακτικής εποχής που ζούμε, μας προκαλούν να τα βλαστήσουμε.

Ήρεμα, Αποφασισμένα και με Ομορφιά.

Διότι αυτό το «μπόλιασμα» – η κοινή εμπειρία- αυτών των στοιχείων κρατάει ακόμα. Ένας πυρήνας Ονείρου και Ουτοπίας, που μας έσπρωξε στον αγώνα για κάποιες ιδέες -όπως η Ελευθερία και η Δικαιοσύνη- και που μας έκανε να κινούμαστε πέρα από την προσωπική ασφάλεια και το βόλεμα, υπάρχει ακόμα, πιστεύω σ’ όλους μας. Και εκδηλώνεται όχι απαραίτητα «πολιτικά» – με την στενή έννοια του όρου, αλλά ανθρώπινα. Γιατί, παραφράζοντας τον James Kumen από το «Φράουλες και Αίμα» θα το εξέφραζα, κλείνοντας την εισήγηση έτσι:

Τι σόι άνθρωποι «τις τρώνε» στο Πανεπιστήμιο; Δεν ξέρω. Εγώ έφαγα ξύλο τον καιρό της χούντας και προσωπικά υποστηρίζω με πάθος τα δέντρα (και γενικότερα τα δάση), τα λουλούδια, τα ψηλά βουνά με τις πηγές, τα ηλιοβασιλέματα και τον Vivaldi. Τα ευγενικά βλέμματα και την πολυφωνία, την αποποινικοποίηση της χρήσης και την Ρέγγε, τις Μαρίες και τα μικρά παιδάκια. Υποστηρίζω την κατάργηση των βασανιστηρίων, τα δικαιώματα των μειονοτήτων και την επανεύρεση του Ελληνικού Πολιτισμού.

Από την άλλη δεν χωνεύω την υποκρισία, το φόβο, το καυσαέριο στους δρόμους, τον «κοριό» του τηλεφώνου μου, το να μην έχω καύσιμο για την σόμπα, το να μη μπορώ να βοηθήσω κάποιον πάσχοντα. Κι αντιστέκομαι στην καταστροφή του περιβάλλοντος, στην εγκληματικότητα, στην τρομοκρατία και στην Ηρωίνη.

Είναι για να κρατιέται ζωντανός αυτός ο πυρήνας του Ονείρου και της Ουτοπίας, του Έρωτα και της εξέγερσης στον θάνατο, για να κρατιέται ζωντανός ο πυρήνας της Ανάστασης.

Και νομίζω πως το μπορούμε όλοι μας!

Ευχαριστώ

Το παραπάνω κείμενο υπήρξε ο χαιρετισμός του Γιώργη Οικονομόπουλου στο Πάντειο στις 4-12-1993 στο Συνέδριο για τα 20 χρόνια του Αντιδικτατορικού Φοιτητικού Κινήματος.

Στην κεντρική φωτογραφία της δημοσίευσης, αριστερά: φωτογραφία του Γιώργου Νικολαΐδη με τον Γιώργη Οικονομόπουλο το 1986 σε κινητοποίηση για τα δικαιώματα των στρατευμένων.

Οι φωτογραφίες από τα αρχεία των εφημερίδων προέρχονται από το βιβλίο του Γιώργη Οικονομόπουλου «Στιχουργώντας Το Όνειρο» (Εκδ. Hackademy – You May Say I Am A Dreamer).

Περισσότερα για τον Γιώργη Οικονομόπουλο