Υπάρχουν άλογα που συνεχίζουν να καλπάζουν, ακόμα κι όταν είναι ξαπλωμένα στο γρασίδι. Χωρίς χαλινάρια, χωρίς καβαλάρηδες, πιο γρήγορα κι από τον άνεμο, πιο άγρια κι από το άγριο τοπίο της Ροδόπης.
[Κείμενο: Ντορίτα Λουκίσσα, Φωτογραφίες: Σπύρος Τσακίρης, carnetdevoyage.gr από το τρίτο τεύχος του You May Say…]
Το μονοπάτι απότομο και κατηφορικό, γεμάτο πέτρες που έτριζαν σε κάθε βήμα. Πώς να το κατέβεις αθόρυβα, για να μην δώσεις στίγμα; Κρατούσαμε την αναπνοή μας και ταυτόχρονα στήναμε αυτί. Οι ήχοι από τις οπλές πολλαπλασιάζονταν. Το ίδιο και τα χλιμιντρίσματα. Σε ένα ξέφωτο μάς έκρυψαν οι φυλλωσιές. Έπρεπε όμως να είναι «μαζί μας» και ο άνεμος, για να μην προδώσει τη μυρωδιά μας. Και τότε τα είδα κι εγώ, για πρώτη φορά…
Τέσσερα, πέντε μαζί με τον αρχηγό της αγέλης, τον μαυροκαφέ επιβήτορα που μας έκανε τη χάρη για λίγα δευτερόλεπτα να ποζάρει. Μετά έδωσε σήμα, χλιμίντρισε ενοχλημένος δυνατά και χάθηκε με τους δικούς του στο δάσος, που περιέβαλε το εγκαταλελειμμένο χωριό Άνω Λιβερά. Ήταν η στιγμή όπου ο μύθος γινόταν πραγματικότητα. Τα «Άλογα του Διομήδη» είχαν εμφανιστεί μπροστά μας, κάπου κοντά στα Θρακικά Μετέωρα.
Όλα είχαν ξεκινήσει λίγους μήνες πριν, σ΄ ένα συνεργατικό καφενείο, κάπου στον Κεραμεικό.
– Υπάρχουν λιβάδια στη Ροδόπη, πάνω από την Ξάνθη, όπου ζουν ελεύθερα άγρια άλογα. Υπάρχει κι ένας φίλος εκεί, ο καλύτερος οδηγός βουνού, ο Τάσος, που κάποτε με πήγε σ΄ αυτά. Έχεις ακούσει για το μύθο του Διομήδη;
– Βασιλιάς της Θράκης νομίζω;
– Ναι και σύμφωνα με τη μυθολογία, γιος του Άρη. Είχε στην κατοχή του άλογα ανθρωποφάγα που είχαν χάλκινα σαγόνια. Ήταν συνεχώς δεμένα με σιδερένιες αλυσίδες και ο Διομήδης τους έριχνε για τροφή κάθε ξένο που ναυαγούσε στην ακτή της Θράκης. Κάποια στιγμή ο Ευρυσθέας, βασιλιάς της Τίρυνθας και των Μυκηνών ανέθεσε στον Ηρακλή να τα αιχμαλωτίσει. Ο Ηρακλής κατόρθωσε να πάρει τα άλογα. Αρχικά ηττήθηκε από τον στρατό του Διομήδη, όμως τελικά, σκάβοντας ένα χαντάκι μετέφερε νερό από τη θάλασσα στην πεδιάδα, αναγκάζοντας τους στρατιώτες να φύγουν για να μην πνιγούν. Μετά έριξε το Διομήδη στη λίμνη που σχηματίσθηκε από το νερό και τον καταβρόχθισαν τα ίδια τα άλογα του. Ο Ηρακλής έδωσε τελικά τα άλογα στον Ευρυσθέα, ο οποίος τα ελευθέρωσε.
– Kαι τώρα υπάρχουν ακόμη εκεί;
– Υπάρχουν αγέλες στα λιβάδια και στα βουνά. Όταν τα πρωτοείδα να βγαίνουν μέσα από ένα μισογκρεμισμένο σπίτι, μετά βίας πρόλαβα να πιάσω τη μηχανή. Σοκ και δέος. Ολόμαυρα, όχι μεγαλόσωμα, με χαίτη που έφτανε σχεδόν μέχρι το χώμα. Με οπλές που έκαναν πάταγο και με μια περηφάνια… Δεν μπορείς να φανταστείς τι ομορφιά ήταν αυτή, τι ζώα είναι αυτά. Θέλω κάποια στιγμή να ξαναπάω εκεί και να κάνω ένα ντοκιμαντέρ γι’ αυτά τα άλογα…
Η στιγμή είχε φτάσει. Το αυτοκίνητο κατάπινε λαίμαργα τα χιλιόμετρα για να φτάσουμε μια ώρα αρχύτερα. Δεν ήταν και λίγα. Αθήνα-Ξάνθη σχεδόν 700. Και μετά αφεθήκαμε στα χέρια του Τάσου, που ένιωθε την ίδια ανυπομονησία με μας κι ας τα είχε δει εκείνος, τόσες φορές. Την πρώτη μέρα ήταν μόλις αυτά τα λίγα λεπτά. Τη δεύτερη όμως, πάνω από τον Ίασμο, όχι μία αλλά δυο ομάδες, η καθεμιά με τον αρχηγό της, σχεδόν μας άφησαν να πλησιάσουμε σε απόσταση αναπνοής και μείναμε στην περιοχή τους σαν περίεργοι ξένοι που δεν ήρθαν με κακό σκοπό, για ώρες, μέχρι που έπεσε το σκοτάδι. Μάλιστα ο «αρχηγός» κάποια στιγμή εξοικειώθηκε τόσο πολύ με την κάμερα, που κοίταζε πια κατευθείαν στο φακό με εκείνα τα άγρια, αλλά τόσο αισθαντικά μάτια. Η σχέση αλόγου και φωτογράφου ήταν πια δεσμός αίματος, εκείνο το πρωί της Κυριακής, κάπου στη Ροδόπη.
Όπως και με μια σταχτιά νεαρή debutante που είχε μισοκρυφτεί πίσω από ένα πλατάνι για να προκαλέσει το ταίρι της και δεν ήξερες αν παίζει με το μάτι του φωτογράφου ή με του καλού της, σαν να ήξερε από ένστικτο πώς να στηθεί για τη φωτογράφηση αλλά και για το φλερτ. Δυο νεαροί επιβήτορες που είχαν κατέβει σε ένα παρακλάδι του ποταμού Κομψάτου για νερό, δεν μπήκαν καν στον κόπο να ασχοληθούν με την παρουσία μας. Πάλεψαν χλιμιντρίζοντας εκκωφαντικά κι όταν ο δυνατότερος νίκησε, ο χαμένος έφυγε προς την άλλη πλευρά ανεμίζοντας τη χαίτη του αριστερά και δεξιά, με το κεφάλι ψηλά.
Πέντε μέρες στα βουνά της Ροδόπης και στα δύσβατα μονοπάτια, που μόνο το 4Χ4 του Τάσου μπορούσε να αλώσει, ήταν τόσο γεμάτες από τις ξαφνικές εισβολές μπροστά στα μάτια μας. Πρώτα ακούγονταν τα ποδοβολητά από τις οπλές και μετά τα τρεχοβολητά και οι φωνές τους κι εμείς γυρνάγαμε γύρω γύρω το κεφάλι για να δούμε από πού θα ξεπηδήσουν αυτήν τη φορά, άλλοτε άτακτα κι άλλοτε σε σχηματισμό παρέλασης. Κι αυτή η αίσθηση απόλυτης ελευθερίας… Κάθε φορά το ίδιο ανάμεικτο συναίσθημα του σφιγμένου στομαχιού. Ήμασταν παρείσακτοι στα μέρη τους κι έπρεπε να σεβαστούμε τη «φιλοξενία» τους.
Σήμερα τα άγρια άλογα της Ξάνθης φτάνουν περίπου τα τριακόσια. Τα τελευταία πενήντα χρόνια, όταν οι κάτοικοι εγκατέλειψαν τα δύο ακριτικά χωριά, Κρωμνικό και Λιβερά άφησαν πίσω τα οικόσιτα άλογα και γαϊδουράκια. Οι λύκοι κατασπάραξαν τα γαϊδούρια, αλλά τα άλογα, τα οποία έγιναν από την αρχή αγέλες, πέντε-έξι μαζί, δύσκολα τα πλησίαζαν οι λύκοι. Και χρόνο με τον χρόνο αυξάνονται. Παρόλο που είναι προστατευόμενο είδος, κινδυνεύουν κι εκεί, στα δικά τους βουνά, από τα σκάγια κάποιου άστοχου κυνηγού ή αν κατέβουν στα πεδινά για τροφή από την καραμπίνα κάποιου αγανακτισμένου αγρότη που είδε φαγωμένες τις καλλιέργειες του.
Πάνε κάποιοι μήνες από τη συνάντηση με τα άλογα. Κι όμως τα θυμάμαι όλα, λεπτό προς λεπτό. Πώς με δασκάλευε ο Τάσος να αναγνωρίζω τα σημάδια τους και να κάθομαι αντίθετα στον άνεμο, πώς να τα ξεχωρίζω από μακριά από τις αγελάδες, πώς να «εξαφανίζομαι», πώς να τα «προκαλώ» να φύγουν από την άλλη πλευρά για να τα πιάσει η κάμερα.
Γενικά είμαι άνθρωπος που χάνω αντικείμενα σε κάθε ταξίδι.
Αυτήν τη φορά όμως άφησα κάτι εκεί πάνω, επίτηδες, για να ξαναγυρίσω!